ἄνδιχα

From LSJ
Revision as of 11:08, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνδῐχα Medium diacritics: ἄνδιχα Low diacritics: άνδιχα Capitals: ΑΝΔΙΧΑ
Transliteration A: ándicha Transliteration B: andicha Transliteration C: andicha Beta Code: a)/ndixa

English (LSJ)

Adv., (ἀνά, δίχα) A asunder, in twain, ἡ δ' [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη Il.16.412; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511; opp. ἀμμίγδην, Nic.Th.912; far away, A.R.4.31. 2 as preposition, c. gen., apart from, A.R.1.908, 2.927; ἀλλήλων AP5.4 (Stat. Flacc.):—hence ἀνδιχάζω, to be divided in opinion, of judges, IG9(1).333 (Locr.).

German (Pape)

[Seite 216] 1) auseinander, entzwei, ἡ κεφαλὴ ἄνδ. κεάσθη, Il. 16, 412; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, Alles in zwe; Theile theilen, 18, 511; ἄνδ. θυμὸν ἔχειν, Hes. O. 13, zwiespältigen Sinnes sein; abgesondert, Flacc. 3, (V, 5). – 2) als praepos. c. gen., ohne, Ap. Rh. 2, 927; Ant. Sid. 73 (VII, 27) u. sonst sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνδῐχα: ἐπίρρ. (ἀνὰ-δίχα) εἰς δύο (κομμάτια), ἡ δϳ [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη, ἐσχίσθη εἰς δύο κομμάτια, Ἰλ. Π. 412· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, διελεῖν εἰς δύο, Σ. 511· ἀντιτίθεται τῷ ἀμμίγδην, Νικ. Θ. 912· πρβλ. διάνδιχα: - ὡσαύτως, χωριστά, ἄνδιχα ἀλλήλων Ἀνθ. Π. 5. 5. 2) ὡς πρόθ. μετ. γεν., ὡς τὸ ἀμφίς, χωρίς, ἄνδιχα δ’ αὖ χύτλων νηοσσόῳ Ἀπόλλωνι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 927.

French (Bailly abrégé)

adv.
en deux parties.
Étymologie: ἀνά, δίχα.

English (Autenrieth)

in twain, asunder. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἄνδῐχᾰ) 1 adv. en dos ἡ δ' (κεφαλή) ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη Il.16.412, ἄ. πάντα δάσασθαι Il.18.511
separadamente ἄλλοτε δ' αὖτε κακῇσι διατμηθέντ' Ἐρίδεσσι πλάζεται ἄνδιχ' ἔκαστα otras veces (los miembros) separados por las malignas Erides, andan errantes, cada uno por su lado Emp.B 20.5, de dos bebidas, Nic.Th.912
lejos A.R.4.31.
2 prep. de gen. aparte τοῖο ἄνακτος A.R.1.908, cf. AP 5.5 (Stat.Flacc.).

Greek Monolingual

ἄνδιχα (Α)
1. επίρρ. σε δύο κομμάτια, δύο μέρη, χωριστά
2. πρόθ. δίχως, χωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + δίχα.

Greek Monotonic

ἄνδῐχα: επίρρ. (ἀνά, δίχα), στα δύο, σε δύο κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνδῐχᾰ:
I adv.
1) надвое, пополам (δάσασθαί τι Hom.);
2) врозь, порознь: ἄ. θυμὸν ἔχειν Hes. быть различными по духу.
II praep. cum gen. отдельно от, вдали от (ἀλλήλων, ἐρατῶν κώμων Anth.).

Middle Liddell

[ἀνά, δίχα
asunder, in twain, Il.