προκηρύσσω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Att. προκηρύττω, A proclaim by herald, proclaim publicly, S. Ant.461, Is.6.37, etc.: c. inf., π. ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον Arist.Oec. 1350a20; π. οἱ ἔφοροι κείρεσθαι Plu.Cleom.9: c. acc. rei, δρόμον π. S.El.684; ταῦτα Id.Ant.34; π. στεφάνους τινί Plb.5.60.3; π. ἀγοράν Ael.VH4.1; advertise for sale, κατ' ἀγορὰν τὰ ὤνια Poll.8.103 (v.l.); put up to auction, γῆν PEleph.23.15 (iii B. C.):—Pass., POxy.2112.12 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 730] att. -ττω, vorher od. öffentlich durch den Herold ausrufen; ᾔσθετ' ἀνδρὸς ὀρθίων κηρυγμάτων δρόμον προκηρύξαντος, Soph. El. 674; Ant. 457; Isae. 6, 37 u. sonst bei Rednern; ἀγοράν, Ael. V. H. 4, 1; προκηρύξας αὐτοῖς στεφάνους ἐπ' ἀνδραγαθίᾳ, Pol. 5, 60, 3.
Greek (Liddell-Scott)
προκηρύσσω: Ἀττ. -ττω, διὰ κήρυκος διακηρύττω, δημοσίᾳ ἀγγέλλω, Σοφ. Ἀντ. 461, Ἰσαῖ. 60. 2, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., πρ. ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον Ἀριστ. Οἰκ. 2. 23· οἱ ἔφοροι πρ. κείρεσθαι Πλουτ. Κλεομ. 9· μετ’ αἰτ. πράγμ., δρόμον πρ. Σοφ. Ἠλ. 684· ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 34· πρ. στεφάνους τινὶ Πολύβ. 5. 60, 3· πρ. ἀγορὰν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1· τὰ ὤνια κατ’ ἀγορὰν Πολυδ. Ηϳ, 103.
French (Bailly abrégé)
f. προκηρύξω, ao. προεκήρυξα, par contr. προὐκήρυξα;
1 faire annoncer par un héraut : τι qch;
2 publier ou annoncer en parl. d’un héraut, acc..
Étymologie: πρό, κηρύσσω.
English (Strong)
from πρό and κηρύσσω; to herald (i.e. proclaim) in advance: before (first) preach.
English (Thayer)
1st aorist participle προκηρυξας; perfect passive participle προκεκηρυγμενος;
1. to announce or proclaim by herald beforehand (Xenophon, resp. Lac. 11,2; Isaeus, p. 60,2; Polybius, Josephus, Plutarch, others).
2. universally, to announce beforehand (of the herald himself, Sophocles El. 684): Ἰησοῦν Χριστόν, i. e. his advent, works, and sufferings, passive, τί, Ἰερεμίας τά μέλλοντα τῇ πόλει δεῖνα προεκηρυξεν, Josephus, Antiquities 10,5, 1).
Greek Monolingual
ΝΑ και προκηρύχνω Ν και προκηρύττω Α
διακηρύσσω, ανακοινώνω μέσω κήρυκα
νεοελλ.
αναγγέλλω επίσημα και δημόσια κάτι που πρόκειται να γίνει, ώστε να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι τις απαραίτητες ενέργειες («προκηρύχθηκε διαγωνισμός για δέκα θέσεις υπαλλήλων»)
αρχ.
1. διαλαλώ κάτι προς πώληση
2. εκθέτω σε δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρύσσω (< κῆρυξ)].
Greek Monotonic
προκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανακοινώνω με κήρυκα, διακηρύσσω δημοσίως, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προκηρύσσω: атт. προκηρύττω
1) объявлять или приказывать через глашатая (τι Soph.; π. τινὶ ποιεῖν τι Arst., Plut.): π. δωρεάς τινι Polyb. объявить через глашатая о присуждении наград кому-л.;
2) проповедовать (τι NT).
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
to proclaim by herald, proclaim publicly, Soph.: c. acc. rei, Soph.
Chinese
原文音譯:prokhrÚssw 普羅-咳呂所
詞類次數:動詞(2)
原文字根:以前-成為
字義溯源:預先宣布,預先傳講,公開宣告,預定,宣講;由(πρό)*=前)與(κηρύσσω)*=宣布)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 宣講(1) 徒13:24;
2) 所預定(1) 徒3:20