πλατεῖα
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἡ, v. πλατύς ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, s. unter πλατύς.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτεῖα: ἡ, ἴδε πλατύς.
French (Bailly abrégé)
fém. de πλατύς.
English (Strong)
feminine of πλατύς; a wide "plat" or "place", i.e. open square: street.
English (Thayer)
πλατείας, ἡ (feminine of the adjective πλατύς, namely, ὁδός (cf. Winer's Grammar, 590 (549))), a broad way, a street: Euripides, Plutarch, others; in the Sept. chiefly for רְחֹב.)
Greek Monolingual
και πλατέα, η, Ν
1. (πολεοδ.) ακάλυπτος, κοινόχρηστος χώρος μέσα στο πολεοδομικό σχέδιο ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες οδούς
2. θεατρ. χώρος θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου με δάπεδο που έχει κλίση προς τη σκηνή ώστε η τελευταία να είναι ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πλατεία (οδός) του επιθ. πλατύς.
Greek Monotonic
πλᾰτεῖα: ἡ, βλ. πλατύς.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτεῖα:
I f к πλατύς.
II ἡ
1) (sc. χείρ) ладонь Arph.;
2) (sc. ὁδός) улица Xen. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατεῖα f. van πλατύς.
Middle Liddell
πλᾰτεῖα, ἡ, [v. πλατύς.]
Chinese
原文音譯:plate‹a 普拉帖阿
詞類次數:形容詞(9)
原文字根:寬廣
字義溯源:寬廣地方,街,大街,街道,路口;源自(πλατύς)=平闊,寬廣);而 (πλατύς)出自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(9);太(2);路(3);徒(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 街(5) 太6:5; 太12:19; 路13:26; 路14:21; 徒5:15;
2) 街道(2) 啓21:21; 啓22:2;
3) 街上(2) 路10:10; 啓11:8