ἀμυσχρός

From LSJ
Revision as of 16:45, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυσχρός Medium diacritics: ἀμυσχρός Low diacritics: αμυσχρός Capitals: ΑΜΥΣΧΡΟΣ
Transliteration A: amyschrós Transliteration B: amyschros Transliteration C: amyschros Beta Code: a)musxro/s

English (LSJ)

ά, όν, (μύσος) undefiled, Parth.Fr.2, prob. l. in S.Fr. 1005, cf. Hsch., EM87.26 (ἀμυχρόν Phot.p.97 R.; ἀμυχνόν, ἀμυγνόν, ἀμύσκαρον are also cited by Suid.).

German (Pape)

[Seite 133] (μύσος?), unbefleckt, rein, Parthen. bei Hephaest. p. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυσχρός: -ά, -όν, (μύσος) ἀμίαντος, ἀμόλυντος, Παρθ. παρὰ Ἡφαιστ. 9, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 834 (ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. διστάζει μεταξὺ τῶν ἀμυχνός, ἀμυχρός, ἀμυσκαρός): πρβλ. Λοβ. Παθολ. 227.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
non souillé, pur.
Étymologie: , μύσος.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
• Alolema(s): lacon. ἀμου- en Hsch.
intacto, impoluto, sin mancilla S.Fr.1005 (ap. crít.), οὔνομ' Parth.Fr.2, cf. Hsch.
• Etimología: Igual que ἀμυχρός, ἀμυχνόν, ἀμύσκαρον, ἀμυγνόν, ἀμουχά, ἀμουσχῆναι está formado de ἀ- priv. y μύσκος· μίασμα. Es difícil evitar ver posibles conexiones con ἀμύξανος y μύκος· μιαρός, q.u.

Greek Monolingual

ἀμυσχρός, -ά, -ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, -ή, -όν)
αμόλυντος, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε -χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το βδελυχρός: βδελύσσω). Ο υπερωϊκός φθόγγος σε τέτοιες εκφραστικές λέξεις είναι συχνά δασύς].

Russian (Dvoretsky)

ἀμυσχρός: незапятнанный, чистый Babr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: untainted, pure (Parth.).
Other forms: Also ἀμυχρός (S. ap. Phot., Suid.) and ἀμυχνός, ἀμυγνός, ἀμύσκαρος (Suid.); ἄμουχα καθαρεύουσα, Λάκωνες H. ἀμυσχῆναι καθᾶραι, ἁγνίσαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: "Dies mutet alles sehr vorgriechisch an (κ/γ/χ; σ/zero)" Fur. 299; also σκ / ξ, if Fur. is right in connecting ἀμύξανος ἀνόσιος H. (with α-intensivum), cf. Fur. 393. To μύσκος μίασμα, κῆδος H. Not to ἀπομύσσω, μύξα.

Frisk Etymology German

ἀμυσχρός: {amuskhrós}
Forms: auch ἀμυχρός (S. ap. Phot., Suid.) und ἀμυχνός, ἀμυγνός, ἀμύσκαρος (Suid.); ἄμουχα· καθαρεύουσα Λάκωνες H. — ἀμυσχῆναι· καθᾶραι, ἁγνίσαι H.
Meaning: unbefleckt, rein (Parth., H., EM),
Etymology : Expressives, vielfach umgebildetes Adjektiv. Zu μύσκος· μίασμα, κῆδος H. Vgl. ἀπομύσσω, μύξα.
Page 1,98