βήρυλλος

From LSJ
Revision as of 19:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βήρυλλος Medium diacritics: βήρυλλος Low diacritics: βήρυλλος Capitals: ΒΗΡΥΛΛΟΣ
Transliteration A: bḗryllos Transliteration B: bēryllos Transliteration C: viryllos Beta Code: bh/rullos

English (LSJ)

ἡ, A gem of sea-green colour, beryl, LXX To.13.17, D.P. 1012, Tryph.70, PHolm.8.10, al.; Ἰνδὴ β. AP9.544 (Adaeus); β. λίθος Luc.VH2.11:—Dim. βηρύλλιον, τό, LXX Ex.28.20, D.S.2.52.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ, ein meergrüner Edelstein, Beryll, Add. 6 (IX, 544); Dion. Per. 1012; Luc. V. H. 2, 11; ungenau auch masc.

Greek (Liddell-Scott)

βήρυλλος: ἡ, πολύτιμός τις λίθος χρώματος θαλασσοπρασίνου, Διον. ΙΙ. 1012, Τρυφ. 70· Ἱνδὴ β. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 544· β. λίθος Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11· - ὑποκορ. βηρύλλιον, τό, Ἐπιφάν.· βηρύλλιος, ὁ, Ἑβδ.· βηρυλλιόλιθος, ὁ, αὐτόθι.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
1 mineral. berilo LXX To.13.17, D.P.1012, Plu.Fluu.18.3, Luc.VH 2.11, Triph.70, PHolm.47, 48, AP 9.544 (Adaeus), Hsch.
2 bot., una planta prob. la misma que βηρύλλιος Hsch.
• Etimología: Término de origen indio, cf. prácrito veruliya- de veḷuriya-, palabra dravídica seguramente de Vēḷur, n. de una ciudad de la India.

English (Abbott-Smith)

βήρυλλος, -ου, ὁ, ἡ, [in LXX: To 13:17 (-ύλλιον in Ex 28:20, שֹׁהַם*;]
beryl, a jewel of sea-green colour: Re 21:20.†

English (Strong)

of uncertain derivation; a "beryl": beryl.

English (Thayer)

βηρυλλου, ὁ, ἡ, beryl, a precious stone of a pale green color (Pliny, h. n. 37,5 (20) (i. e. 37,79)): βηρύλλιον, equivalent to שֹׁהַם, Winer s RWB under the word Edelsteine, 11; (especially Riehm, HWB, ibid. 3,12).

Greek Monolingual

η (AM βήρυλλος)
πυριτικό ορυκτό, μερικές ποικιλίες του οποίου αποτελούν πολύτιμους λίθους (ακουαμαρίνα, σμαράγδι, ηλιόδωρο, μοργανίτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βήρυλλος προήλθε με υποχωρητικό σχηματισμό από τη λ. βηρύλλιο, η οποία εισήχθη κατά την ελληνιστική εποχή μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει από την Ινδία, την πατρίδα των πολύτιμων λίθων
πρβλ. μσν. ινδ. veruliya- < veluriya, (αρχ. ινδ. vaidūrya-), δραβιδική λ. που προήλθε πιθ. < Vēlur, όνομα πόλεως της Νότιας Ινδίας].

Russian (Dvoretsky)

βήρυλλος: ἡ берилл (драгоценный камень) Luc., Plut., Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: a precious stone, beryll (LXX),
Other forms: βηρύλλιον id. (LXX).
Derivatives: βηρύλλιος a plant (Ps.-Dsc.); βηρυλλίτης (λίθος, Cat. Cod. Astr.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] India
Etymology: The stone came in hellenistic times from India; the name was Prākrit veruliya < veḷuriya (sanskriticised vaiḍūrya-). The word is Dravidian, perhaps derived from von Vēḷūr, now Bēlūr, a town in southern India, s. Master BSOAS 11, 304ff. βήρυλλος from βηρύλλιον Leumann Glotta 32, 215 n. 6.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βήρυλλος -ου, ἡ beryl (edelgesteente).

Frisk Etymology German

βήρυλλος: {bḗrullos}
Grammar: f.
Meaning: N. eines Edelsteins, Beryll (LXX usw.), βηρύλλιον ib. (LXX, D. S.).
Derivative: Davon βηρύλλιος Pflanzenname (Ps.-Dsk.) und βηρυλλίτης (λίθος, Cat. Cod. Astr.).
Etymology : Mit dem Stein ist auch die Benennung im hellenistischen Zeitalter aus Indien gekommen: prākrit veruliya aus veḷuriya (sanskritisiert vaiḍūrya-). Das Wort ist dravidisch und wahrscheinlich von Vēḷūr, jetzt Bēlūr, N. einer Stadt in Südindien, abgeleitet, s. Master BSOAS 11, 304ff. — βήρυλλος ist aus βηρύλλιον rückgebildet, s. Leumann Glotta 32, 215 A. 6.
Page 1,234

Chinese

原文音譯:b»rulloj 卑呂羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:綠寶石
字義溯源:綠寶石^,水蒼玉;呈暗緣色,是新耶路撒冷城牆的第八根基
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 水蒼玉(1) 啓21:20