λάλος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A talkative, babbling, loquacious, E.Supp.462, Ar.Pax 653, Pl.Grg.515e, Theoc.5.75; λάλος τρόπις, of Argo, Orph.A.709; λάλον γῆρας AP7.417.10 (Mel.); of women, dub. in Arist.Pol.1277b23; of birds, Id.HA536a24 (Comp.): metaph., λάλοι πτέρυγες AP7.195 (Mel.); λάλος κερκίς AJA17.162 (Cyrene); of the swallow, Arr.An.1.25.8; λάλον ὕδωρ Anacreont.11.7; τὸ λάλον, = λαλιά, Philostr.Im.1.5; of style, ἡ ἰδέα τοῦ λόγου λάλος μᾶλλον ἢ ἐναγώνιος Id.VS2.30: irreg. Comp. λαλίστερος Ar.Ra.91, Alex.92, Men.416, Arist.HA l.c.: Sup. λαλίστατος E.Cyc.315, Men.164.
German (Pape)
[Seite 10] ον, geschwätzig, plauderhaft; Eur. Suppl. 462; Ar. Ach. 716 Thesm. 393; sp. D., γῆρας Mel. 127 (VII, 417); auch τέττιξ, Bian. 3 (IX, 273); u. in Prosa, Plat. Gorg. 515 e; Arist. polit. 3, 4; Sp., übh. = sprechend, ἐγὼ γὰρ λάλος οὐκ ἀνδριὰς (stumm wie eine Bildsäule) εἶναι βούλομαι Luc. Vit. auct. 3; – τὸ λάλον, die Geschwätzigkeit, Philostr. – Auch act., λάλον Φοίβου ὕδωρ, das beredt macht, Anacr. 11, 7; vgl. Schol. Eur. Phoen. 222. – Dazu gehört der unregelmäßige compar. λαλίστερος, Ar. Ran. 91, Alexis Ath. IV, 133 c; superl. λαλίστατος, Eur. Cycl. 315; sprichwörtlich λαλίστερος τρυγόνος, Menand. bei Zenob. 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
λάλος: [ᾰ], -ον, ἀδόλεσχος, πολυλόγος, φλύαρος, Ἐπίχ. 139 Ahr., Εὐρ. Ἱκέτ. 462, Ἀριστοφ. Εἰρ. 653, Πλάτ. Γοργ. 515Ε· λ. γῆρας Ἀνθ. Π. 7. 417· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 5. 75, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, τέλ.· ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 14· - μεταφ., λάλοι πτέρυγες Ἀνθ. Π. 7. 195· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Ἀρρ. Ἀν. 1. 25, 8· ὕδωρ Ἀνακρεόντ. 11. 7· - τὸ λ., = λαλιά, Φιλόστρ. 799. - Ἀνώμαλ. συγκρ. λαλίστερος Ἀριστοφ. Βάτρ. 91, Ἄλεξ. ἐν «Θράσωνι» 1, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 13· ὑπερθ. λαλίστατος Εὐρ. Κύκλ. 315, Μένανδρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
babillard, bavard;
Cp. λαλίστερος, Sp. λαλίστατος.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. λάσκω.
Greek Monolingual
-ο (AM λάλος, -ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, -ά, -όν και λαλόεις, -εσσα, -εν)
1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.)
2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο ανάβρυσμα κρατεί του βράχου η νερομάννα», Γρυπ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λάλος
ο θόρυβος από συγκεχυμένες φωνές, η βοή, η οχλοβοή
αρχ.
1. αυτός που λαλεί, που ομιλεί («ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι», Λουκιαν.)
2. συνεκδ. αυτός που κάνει ομιλητικούς τους ανθρώπους («λάλον Φοίβου ὕδωρ», Ανακρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λάλον
α) φωνή, λαλιά, ομιλία
β) ύφος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός του λαλῶ. Οι τ. λαλιός και λαλόεις είναι ποιητικοί και προήλθαν με μεταπλασμό < λάλος.
Greek Monotonic
λάλος: [ᾰ], -ον, φλύαρος, ομιλητικός, πολυλογάς, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· μεταφ., λάλοι πτέρυγες, σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ., λαλίστερος, σε Αριστοφ.· υπερθ. λαλίστατος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λάλος: (ᾰ)
1) говорливый, словоохотливый, болтливый (Ἀθηναῖοι Plat.; γῆρας Anth.);
2) стрекочущий, неумолкающий (τέττιξ Anth.);
3) вечно щебечущий (ὄρνιθες Arst.);
4) одаряющий поэтической речью, вдохновляющий (Φοίβου ὕδωρ Anacr.).
Middle Liddell
λᾰ́λος, ον
talkative, babbling, loquacious, Eur., Plat., etc.:—metaph., λάλοι πτέρυγες Anth.:—irr. comp. λαλίστερος Ar.: Sup. λαλίστατος Eur.