πάροιθε
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
[ᾰ], and before a vowel πάροιθεν (but sometimes elided, as Il.3.162, E.Hec.58) : (πάρος) : I Prep. c. gen. loci, before, and c. gen. pers., in the presence of, π. μεγάροιο, αὐτοῖο, Od.4.625, Il.1.360, etc.; separated from its case, π. ἐλθοῦσα, φίλον τέκος, ἵζευ ἐμεῖο 3.162, cf. 14.427, etc.; after its case, Κορωνήας… π. Alc.9. 2 of time, π. ἐμοῦ before me, A.Pr. 503; κείνου π. S. Tr. 605. II Adv., 1 of place, before, in front, οἵ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν Il. 23.498, cf. 213, 6.319, etc. 2 of time, formerly, 23.20, 180, Od. 6.174, Pi.O.13.102, A. Ag.1372; before it got so far, Il.4.185; τὸ πάροιθεν Od. 1.322, 2.312, 18.275; οἱ π. men of old, Pi. P. 2.60; τῆς π. ἡμέρας E. Ph. 853, cf. A. Pers.180; πάροιθεν πρὶν… ἐκπέμψαι, = Lat. priusquam, S.El.1131 : also c. inf., = πρίν, π. ἐπὶ νῆα κατελθεῖν Theoc. 17.48; cf. παροίτερος, παροίτατος.
German (Pape)
[Seite 524] und vor Vocalen πάροιθεν, 1) als praep. mit dem gen. vor, vom Orte, ante u. coram, Hom. καί ῥα πάροιθ' αὐτοῖο καθέζετο, Il. 1, 360; μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο δίσκοισιν τέρποντο, Od. 17, 294; folgende Dichter; auch von der Zeit, χρυσὸν δέ τις φήσειεν ἂν πάροιθεν ἐξευρεῖν ἐμοῦ, Aesch. Prom. 501; vgl. Soph. Trach. 605. – 2) als adv. vormals, von der Zeit, πάντα γὰρ ἤδη σοι τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Il. 23, 20; auch τὸ πάροιθε, Od. 18, 275 u. öfter; οἱ πάροιθε, die Vorfahren, Pind. P. 2, 60; τῆς πάροιθεν εὐφρόνης, Aesch. Pers. 176; οὔτε πάροιθεν, οὔτε νῦν, Soph. O. R. 491; τῆς πάροιθεν ἡμέρας, Eur. Phoen. 860; Soph. vrbdt auch πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον πρίν –, El. 1131; vom Orte, Range, οἳ δεύτεροι οἵ τε πάροιθεν, Il. 23, 498. Vgl. noch παροίτερος.
Greek (Liddell-Scott)
πάροιθε: [ᾰ], καὶ πρὸ φωνήεντος -θεν· (πάρος)· Ι. πρόθ. μετὰ γεν. τόπου, ἔμπροσθεν, καὶ μετὰ γεν. προσώπ., ἐνώπιόν τινος, ὅθεν = τῷ Λατ. ante καὶ coram, Ὀδ. Δ. 625, Ἰλ. Α. 360, κτλ.· κεχωρισμένη ἀπὸ τῆς ἐξ αὐτῆς ἐξαρτωμένης πτώσεως, πάρ. ἐλθοῦσα, φίλον τέκος, ἵζευ ἐμεῖο αὐτόθι Ἰλ. Γ. 162, πρβλ. Ξ. 427, κτλ. 2) ἐπὶ χρόνου, π. ἐμοῦ, πρὸ ἐμοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 503· κείνου πάροιθεν, πρὸ ἐκείνου, Σοφ. Τρ. 605. ΙΙ. Ἐπίρρ., 1) τρόπου, πρό, ἔμπροσθεν, οἳ τε πάροιθεν Ἰλ. Ψ. 497, πρβλ. 213, Ζ. 319, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ὑπένερθεν, Δ. 185. 2) χρόνου, πρότερον, ἄλλοτε, προηγουμένως, Ἰλ. Ψ. 20, 180, Ὀδ. Ζ. 174, Πίνδ., Τραγικ.· ἐν τῇ Ὀδ. ὡσαύτως, τὸ πάροιθεν, ὡς τοπρίν, Α. 322, Β. 312, Σ. 275· οἱ πάροιθεν, οἱ πρότεροι, οἱ τοῦ παρελθόντος, Πίνδ. Π. 2. 111· τῆς π. ἡμέρας Εὐρ. Φοίν. 853, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 180· - πάροιθεν πρίν…, Λατ. priusquam, Σοφ. Ἠλ. 1130. ΙΙΙ = πρός, ἴδε πάρος Β. ΙΙΙ. (Ἐντεῦθεν παράγονται αἱ λέξεις παροίτερος, παροίτατος).
French (Bailly abrégé)
c. πάροιθεν.
English (Slater)
πᾰροιθε
1 before τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι (O. 13.102) τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον (P. 2.60) ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. πολ]λὰ μὲν τὰ παροιθ[ Παρθ. 2. 31.
Greek Monolingual
και αιολ. τ. πάροιθα Α
1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ' αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.
β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῦ» — πριν από μένα, Αισχύλ.)
3. (ως επίρρ. τοπ.) εμπρός, από μπροστά («πάροιθε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη φάος ἐποίει», Ομ. Οδ.)
4. (ως επίρρ. χρον.) προηγουμένως, πρωτύτερα («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων», Αισχύλ.)
5. (συχνά και με άρθρο) α) τὸ πάροιθεν
προηγουμένως
β) τῶν πάροιθε
τών προηγούμενων ανθρώπων, τών προγόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρη τοπική πτώση πάροι (πρβλ. συγκρ. παροί-τερος) του επιρρ. πάρος «προηγουμένως, πρωτύτερα, από παλαιά» + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) / -θα (πρβλ. ανέκα-θεν)].
Greek Monotonic
πάροιθε: [ᾰ], πριν από φωνήεν -θεν (πάρος)·
I. πρόθ. με γεν.,
1. μπροστά, ενώπιον κάποιου, σε Όμηρ.
2. λέγεται για χρόνο, πάροιθε ἐμοῦ, σε Αισχύλ.
II. επίρρ.,
1. λέγεται για τόπο, εμπρός, μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για χρόνο, πριν από, προτού, προηγουμένως, σε Όμηρ., Τραγ.· οἱ πάροιθε, οι προηγούμενοι, οι πρόγονοι, σε Πίνδ.· τῆςπάροιθε ἡμέρας, σε Ευρ.
3. πάροιθεν πρίν..., Λατ. priusquam, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάροιθε: (ν) (ᾰ) adv. πάρος I]
1) спереди, впереди: οἵ δεύτεροι οἵ τε π. Hom. передние и задние; νέφεα κλονέειν π. Hom. гнать тучи перед собой;
2) (тж. τὸ π.) прежде, раньше: τὰ π. ὑπέστην Hom. то, что я раньше обещал; οἱ π. Pind. предки; τῆς π. ἡμέρας Eur. вчера; τῆς π. εὐφρόνης Aesch. в прошлую ночь; π. πρίν Soph. прежде чем.
(ν) praep. cum gen.
1) перед (μεγάροιο Hom.);
2) в присутствии (τινος Hom.);
3) раньше, до (π. ἐμοῦ Aesch.).
Middle Liddell
πάρος
I. prep. c. gen.
1. before, in the presence of, Hom.
2. of time, π. ἐμοῦ before me, Aesch.
II. adv.,
1. of place, before, in front, Il.
2. of time, before this, formerly, Hom., Trag.; οἱ π. men bygone, Pind.; τῆς π. ἡμέρας Eur.
3. πάροιθεν πρὶν…, Lat. priusquam, Soph.