συνιζάνω

From LSJ
Revision as of 08:03, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιζάνω Medium diacritics: συνιζάνω Low diacritics: συνιζάνω Capitals: ΣΥΝΙΖΑΝΩ
Transliteration A: synizánō Transliteration B: synizanō Transliteration C: synizano Beta Code: suniza/nw

English (LSJ)

A sink or settle down, collapse, Arist.Somn.Vig.456a13, Gal.8.325,500, 15.570; σάρκες δ' ἱδρῶτι συνίζανον Theoc.22.112; πηλὸν ἐν πυρὶ . . συνιζάνειν Plu.Publ.13. 2 sink, εἰς βυθόν Thphr.Od. 29; of the blood, Id.Sens.43; of the wind, Luc.VH1.29. II causal, cause to collapse or sink, Arist.Resp.474a14.

Greek (Liddell-Scott)

συνιζάνω: κατακαθίζω, καταπίπτω, τὸ σύμφυτον πνεῦμα ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες ὥσπερ ἐκεῖ τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

s'affaisser, mollir, fléchir.
Étymologie: συνίζω.

Greek Monolingual

ΝΜA
καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
βυθίζομαι, βουλιάζω
μσν.
συνίζω, μετέχω σε σύσκεψη
αρχ.
προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»].

Greek Monotonic

συνιζάνω: μόνο σε ενεστ. και παρατ.·
1. κατακαθίζω, καταπέφτω, σε Θεόκρ., Πλούτ.
2. καταλαγιάζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ιζάνω [σύν, ἱζάνω] (‘samen-zitten’) invallen, inkrimpen:. σάρκες het (lichaams)vlees Theocr. Id. 22.112.

Russian (Dvoretsky)

συνιζάνω:
1) оседать (ἀναφυσᾶσθαι καὶ σ. Arst.);
2) сгущаться, уплотняться, застывать (ἐν πυρί Plut.);
3) сплавляться Plut.;
4) утихать (τοῦ πνεύματος συνιζάνοντος Luc.);
5) сжимать, стягивать (τὰς φύσας Arst.).

Middle Liddell

only in pres. and imperf.]
1. to sink in, collapse, Theocr., Plut.
2. to sink, of the wind, Luc.