εὐμνημόνευτος

From LSJ
Revision as of 16:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμνημόνευτος Medium diacritics: εὐμνημόνευτος Low diacritics: ευμνημόνευτος Capitals: ΕΥΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: eumnēmóneutos Transliteration B: eumnēmoneutos Transliteration C: evmnimoneftos Beta Code: eu)mnhmo/neutos

English (LSJ)

ον, A easy to remember, Pl.Ti.18c, 18d, D.56.45, Aen. Tact.24.14, Ath.7.277c, etc.: Comp. -ότερος Arist.Rh.1367a26: Sup., ib.1409b6. II at one's fingers' ends, ἔστω σοι εὐ. φάρμακα Hp. Decent.9.

German (Pape)

[Seite 1081] gut zu erwähnen, erwähnenswerth, Plat. Tim. 18 c; leicht zu erzählen, καὶ βραχέα Dem. 56, 45; – leicht im Gedächtniß zu behalten, Arist. rhet. 1, 9. 3, 9 u. öfter, u. sp. Rhett.; superlat., D. L. 6, 31.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμνημόνευτος: -ον, εὐκόλως μνημονευόμενος, ὃν εὐκόλως ἐνθυμεῖταί τις, Δημ. 1296. 10, Ἀθήν. 277C· - Συγκρ. -ότερος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 25· Ὑπερθ. αὐτόθι 3. 9, 3. ΙΙ. ἄξιος μνείας, ἀξιομνημόνευτος, Πλάτ. Τίμ. 18C, D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on se rappelle facilement;
Cp. εὐμνημονευτότερος, Sp. εὐμνημονευτότατος.
Étymologie: εὖ, μνημονεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐμνημόνευτος, -ον)
αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῦτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.)
αρχ.
πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνημονευτός (< μνημονεύω)].

Greek Monotonic

εὐμνημόνευτος: -ον, αυτός που εύκολα κάποιος τον θυμάται, αξιομνημόνευτος, σε Δημ.· συγκρ. -ότερος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμνημόνευτος:
1) легко запоминающийся или легко вспоминающийся Dem., Arst., Plut.;
2) достойный запоминания, заслуживающий упоминания, достопамятный Plat.

Middle Liddell

εὐμνημόνευτος, ον
easy to remember, Dem.; comp. -ότερος, Arist.

English (Woodhouse)

easy to remember

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)