καθεξῆς

From LSJ
Revision as of 00:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεξῆς Medium diacritics: καθεξῆς Low diacritics: καθεξής Capitals: ΚΑΘΕΞΗΣ
Transliteration A: kathexē̂s Transliteration B: kathexēs Transliteration C: katheksis Beta Code: kaqech=s

English (LSJ)

Adv., = the more usually ἐφεξῆς, Ev.Luc.1.3, Plu.2.615c, Ael.VH8.7, IGRom.4.1432.9 (Smyrna); poet. κατά θ' ἑξείης Opp. C.3.59.

German (Pape)

[Seite 1283] = ἐφεξῆς; Ael. V. H. 8, 7; Plut. Symp. 1, 1 E.

Greek (Liddell-Scott)

καθεξῆς: Ἐπίρρ.= τῷ συνηθεστέρῳ ἐφεξῆς, Πλούτ. 2.615Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 3208. 9· ποιητ., κατάθ’ ἐξείης Ὀππ. Κυν. 3. 59.

French (Bailly abrégé)

adv.
de suite ; ensuite.
Étymologie: κατά, ἑξῆς.

English (Strong)

from κατά and ἑξῆς; thereafter, i.e. consecutively; as a noun (by ellipsis of noun) a subsequent person or time: after(-ward), by (in) order.

English (Thayer)

(κατά and ἑξῆς, which see), adverb, one after another, successively, in order: τῶν καθεξῆς those that follow after, Winer's Grammar, 633 (588)); ἐν τῷ καθεξῆς namely, χρόνῳ (R. V. soon afterward), Aelian v. h. 8,7; Plutarch, symp. 1,1, 5; in earlier Greek ἑξῆς and ἐφεξῆς are more usual.)

Greek Monolingual

(AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ' ἑξείης, με τμήση)
στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής
νεοελλ.
1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξήςκαθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι»)
2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.)
και τα λοιπά, ομοίως
(νεοελλ.-μσν.). με τον ίδιο ή με τον ίδιο περίπου τρόπο, ομοιοτρόπως «καὶ καθεξῆς τοὺς ἅπαντας ὁμοίως παραγγέλλει», Πρόδρ.)
αρχ.
κατ' ακολουθίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑξῆς].

Russian (Dvoretsky)

καθεξῆς: adv. (= ἐφεξῆς I)
1) по порядку, последовательно (βαδίζειν Plut.; γράψαι NT);
2) далее, в дальнейшем: ἐν τῷ κ. NT впоследствии, после этого; οἱ κ. προφῆται NT позднейшие пророки.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-εξῆς adv., achtereenvolgens; subst.: οἱ καθεξης ( προφῆται ) de (profeten) hierna NT Act. Ap. 3.24.

Chinese

原文音譯:kaqexÁj 卡特誒克些士
詞類次數:副詞(5)
原文字根:向下-有
字義溯源:其後,挨次,按著次序,連續地,後繼,後;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑξῆς)=繼續的)組成;而 (ἑξῆς)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(5);路(2);徒(3)
譯字彙編
1) 挨次(2) 徒11:4; 徒18:23;
2) 後繼的(1) 徒3:24;
3) 後(1) 路8:1;
4) 按著次序(1) 路1:3