θρασυκάρδιος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, bold of heart, Il.10.41, 13.343, Hes.Sc.448, Anacr.1.5, B.19.5.
German (Pape)
[Seite 1216] kühnherzig, muthig; Il. 10, 41. 13, 343; Hes. Sc. 448.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυκάρδιος: ον. γενναιόκαρδος, «εὔτολμος» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur intrépide.
Étymologie: θρασύς, καρδία.
English (Autenrieth)
stout-hearted. (Il.)
Greek Monolingual
θρασυκάρδιος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυθάδης
αρχ.
τολμηρός, γενναιόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγκάρδιος, σπαραξικάρδιος].
Greek Monotonic
θρᾰσυκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που έχει γενναία καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσῠκάρδιος: с отважным сердцем, храбрый, дерзновенный Hom., Hes.