κόρευμα
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ατος, τό, = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.
Greek (Liddell-Scott)
κόρευμα: τό, = κορεία, παρθενία, Εὐρ. Ἄλκ. 178, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
virginité.
Étymologie: κορεύομαι.
Greek Monolingual
κόρευμα, τὸ (Α) κορεύομαι
η ιδιότητα της παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει' ἔλυσ' ἐγώ κορεύματ' ἐκ τοῦδ' ἀνδρός», Ευρ.).
Greek Monotonic
κόρευμα: τό = κορεία, παρθενία, σε Ευρ., στον πληθ.
Russian (Dvoretsky)
κόρευμα: ατος τό pl. девственность Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρευμα -ατος, τό [κορεύομαι] meisjesbestaan:. παρθένει’ ἔλυσ’ ἐγὼ κορεύματ’ ik heb mijn status als ongehuwde vrouw verloren Eur. Alc. 178.
Middle Liddell
κόρευμα, ατος, τό,
= κορεία, maidenhood, Eur., in plural [from κορεύομαι