δυσπρόσοδος

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοδος Medium diacritics: δυσπρόσοδος Low diacritics: δυσπρόσοδος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΔΟΣ
Transliteration A: dysprósodos Transliteration B: dysprosodos Transliteration C: dysprosodos Beta Code: duspro/sodos

English (LSJ)

ον, A difficult of access, χωρίον Th.5.65, cf. Aen.Tact.28.1 (Sup.); δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Arist.Pol.1330b3; hard to assault, τάξις, παρεμβολή, Plb.1.26.10, 2.65.12. 2 of men, unsocial, δ. αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. X. Ages.9.2, Luc.Scyth.6, Plu.Demetr.42, D.C.Fr.11.6.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lugares de difícil acceso, poco accesible χωρίον Th.5.65, c. dat. τοῖς ἐναντίοις (πόλις) Arist.Pol.1330b3, cf. Plu.Rom.17, τὸ ἱερόν Paus.8.41.4, τόπος δ. ἐκ τῶν ἔξωθεν μερῶν D.S.14.18, ὑπερβολή D.C.Epit.9.23.3, ὄρος Eutecnius Th.Par.15.11, ὁδός Poll.3.96
neutr. sg. subst. τὸ δ. dificultad de acceso c. gen. ᾗ ἂν δυσπροσοδώτατον ᾖ τῆς πόλεως Aen.Tact.28.1.
2 en cont. bélico que no permite pasar, impenetrable τάξις Plb.1.26.10, παρεμβολή Plb.2.65.12.
II de pers. y abstr.
1 de pers. inaccesible, inabordable, huraño δυσπρόσοδον αὑτὸν παρέχειν Th.1.130, cf. Aristid.Or.35.24, del rey de Persia τῷ δ. εἶναι ἐσεμνύνετο X.Ages.9.2, δυσέντευκτος καὶ δ. Plu.Nic.5, cf. Crass.7, Luc.Scyth.6, D.C.11.6, 36.16.2
neutr. subst. τὸ δ. el ser o mostrarse inaccesible τὸ δυσόμιλον αὐτοῦ καὶ δ. Plu.Demetr.42
neutr. como adv. displicentemente, de forma desdeñosa o desagradable ἐχρέμπτετο μύχιόν τι καὶ δ. Luc.Gall.10.
2 de abstr. riguroso, severo, que provoca rechazo ἦθος δ. forma de ser huraña o inaccesible Gal.19.232, c. giro prep. νόμοι δυσπρόσοδοί εἰσι πρὸς πάντων ἀνθρώπων Procop.Pers.2.28.26.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zugänglich; χωρίον Thuc. 5, 65; ταξις δ. καὶ ἀσφαλής Pol. 1, 26, 10; πόλις, οἶκος, Plut. Rom. 17 Popl. 10; von Menschen, ungesellig, unfreundlich; Thuc. 1, 130; Xen. Ages. 9, 2; Luc. Scyth. 61 D. C. 35, 16.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, μετὰ δυσκολίας πλησιαζόμενος, χωρίον Θουκ. 5. 65· δ. τοῖς ἐναντίοις πόλις Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3· δυσκόλως προσβαλλόμενος, τάξις, πόλις Πολύβ. 1. 26, 10, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀκοινώνητος, Θουκ. 1. 130, Ξεν. Ἀγησ. 9, 2, Λουκ. Σκύθ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un abord difficile.
Étymologie: δυσ-, πρόσοδος.

Greek Monolingual

δυσπρόσοδος, -ον (AM)
δυσπρόσιτος
αρχ.
1. αυτός που προσβάλλεται δύσκολα
2. (για πρόσ.) απλησίαστος, ακοινώνητος.

Greek Monotonic

δυσπρόσοδος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσκολος στην πρόσβαση, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, ακοινώνητος, απρόσιτος, μισάνθρωπος, στον ίδ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσοδος: Thuc., Xen., Arst., Polyb., Plut. = δυσπρόσιτος.

Middle Liddell

δυσ-πρόσοδος, ον
hard to get at, difficult of access, Thuc.; of men, unsocial, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

inaccessible, unapproachable, unsociable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)