κατεφάλλομαι
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
leap down against, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il.11.94 (where Sch.A read κατ-απ-άλμενος); swoop down upon, κῦμα… νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον A.R.2.583, cf. Opp.C.3.120; κατέπαλτο leapt upon him, Tryph.478; leapt down, οὐρανόθεν Nonn. D.48.614; cf. καταπάλλομαι, καταπάλμενος, καταπαλτός.
German (Pape)
[Seite 1399] (s. ἅλλομαι), herab- u. darauflosspringen; vom Angriff, ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il. 11, 94; νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον κῦμα Ap. Rh. 2, 583; Opp. Cyn. 3, 130. Vgl. καταπάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
κατεφάλλομαι: ἀποθ., ἐπιπηδῶ ἐναντίον τινός, ἐφορμῶ, κατεπάλμενος (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.
French (Bailly abrégé)
f. κατεφαλοῦμαι, ao.2 ind. 3ᵉ sg. sync. κατέπαλτο, part. sync. κατεπάλμενος;
s'élancer d'en haut ; sauter à bas de.
Étymologie: κατά, ἐφάλλομαι.
English (Autenrieth)
only aor. part., κατεπάλμενος, springing down to the attack, Il. 11.94†.
Greek Monolingual
κατεφάλλομαι (Α)
1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου
2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.)
3. πηδώ από κάπου («οὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»].
Greek Monotonic
κατεφάλλομαι: αποθ.,
I. πηδώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, κατεπάλμενος (συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
II. για το κατ-έπαλτο, βλ. καταπάλλω.
Russian (Dvoretsky)
κατεφάλλομαι: (fut. κατεφαλοῦμαι, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέπαλτο - см. тж. καταπάλλομαι - эп. part. κατεπάλμενος) соскакивать, спрыгивать (ἐξ ἵππων κατεπάλμενος Hom.): πέτρης ἐκ δισσῆς κατεπάλμενον ὕδωρ Anth. вода, низвергающаяся с двувершинной скалы; οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο Hom. (Афина) спорхнула с небес.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-εφάλλομαι naar beneden springen:. ἐξ ἵππων κατεπάλμενος van zijn wagen afgesprongen Il. 11.94.
Middle Liddell
I. Dep. to spring down upon, rush upon, κατεπάλμενος (aor2 part. syncop.) Il., Anth.
II. for κατ-έπαλτο, v. καταπάλλω.