δμῆσις
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
εως, ἡ, (δαμάζω) taming, breaking, ἵππων Il. 17.476.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ doma ἵππων Il.17.476.
German (Pape)
[Seite 650] ἡ (δαμάω), das Bezwingen, ἵππων, Bändigung der Rosse, Il. 17, 476, ἅπαξ εἰρημέν.
Greek (Liddell-Scott)
δμῆσις: -εως, ἡ, (δαμάζω) τὸ δαμάζειν, ἡ καταδάμασις, ἵππων Ἰλ. Ρ. 476.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de dompter, de maîtriser.
Étymologie: δαμάω.
English (Autenrieth)
(δάμνημι): taming, Il. 17.476†.
Greek Monolingual
δμῆσις, η (Α) δάμνημι
δάμασμα, τιθάσευση («ἵππων δμῆσις»).
Greek Monotonic
δμῆσις: -εως, ἡ (δαμάζω), εξημέρωση, δαμασμός, ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δμῆσις: εως ἡ укрощение, объездка (ἵππων Hom.).