ἐμπαίω

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπαίω Medium diacritics: ἐμπαίω Low diacritics: εμπαίω Capitals: ΕΜΠΑΙΩ
Transliteration A: empaíō Transliteration B: empaiō Transliteration C: empaio Beta Code: e)mpai/w

English (LSJ)

A strike in, stamp, emboss, σκίπων χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ath.12.543f. II intr., ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ bursts in upon my soul, S.El.902.

Spanish (DGE)

I intr.
1 presentarse de golpe, súbitamente ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα se presenta de golpe en mi alma un rostro familiar S.El.902, εἴ τε ῥᾴθυμός τις ἐμπέπαικεν Plu.2.52c.
2 golpear contra c. giro prep. εἰ ὁ πατὴρ αὐτῆς ἐμπαίων ἐνέπαισεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῆς Iren.Lugd.Fr.31.
II tr. en v. med., de metales golpear para realzar, repujar χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ath.543f, en v. pas. Eust.1319.44.

German (Pape)

[Seite 810] (s. παίω), hineinschlagen, einprägen; σκίπων χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ath. XII, 543 f. Bei Eust. = in Metall Figuren einarbeiten. – Übertr., ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα Soph. El. 890, tritt mit Gewalt vor die Seele.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαίω: μέλλ. -παίσω ἢ -παιήσω, κτυπῶ τι μέσα, ἐμπήγω, ἐνεργάζομαι, χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένος Ἀθήν. 543F· ἴδε ἐμπαιστός. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ, ἐμπίπτει εἰς τὴν ψυχήν μου, Σοφ. Ἠλ. 902.

French (Bailly abrégé)

1 se graver dans, τινι ; frapper l'imagination;
2 se précipiter dans, τινι.
Étymologie: ἐν, παίω.

Greek Monolingual

(AM ἐμπαίω)
καρφώνω με σφυρηλάτηση μετάλλινα διακοσμητικά στοιχεία στην επιφάνεια μετάλλινων σκευών
αρχ.
φρ. «ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα» — καρφώνεται στην ψυχή μου.

Greek Monotonic

ἐμπαίω: μέλ. -παίσω ή -παιήσω·
I. κτυπώ κάτι μέσα, μπήγω, καρφώνω, κάνω κάτι ανάγλυφο, σφυρηλατώ, σε Αθήν.
II. αμτβ., ξεσπώ πάνω σε, επέρχομαι, με δοτ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπαίω: разить, поражать: ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες φάσμα (v.l. ὄμμα) Soph. в душе моей возникает некое знакомое видение.

Middle Liddell

fut. -παίσω or -παιήσω
I. to strike in, stamp, emboss, Anth.
II. intr. to burst in upon, c. dat., Soph.