δουλοσύνη
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἡ, poet. and Ionic for δουλεία, slavery, Od. 22.423, Pi. P. 12.15, A. Th. 112, E. Ph. 192 (anap.), Hdt. 1.129, al.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α Pi.P.12.15, B.3.31, A.Th.110, CEG 832.6 (Delfos V a.C.)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [plu. gen. -άων Nonn.D.34.264]
1 esclavitud τὰς ... διδάξαμεν ἐργάζεσθαι ... καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι mujeres a las que hemos enseñado a trabajar y a sufrir la esclavitud, Od.22.423, (ἡμῖν) ἀργαλέη δ' οὐκ ἔπι δ., οὐδ' ἡμᾶς περνᾶσι no sufro la triste esclavitud y nadie me vende Thgn.1214, equivalente a la mendicidad οὔτ' ἂν πτωχεύων δουλοσύνην τελέοις Thgn.926, δ. φιλοεργός INikaia 192.6 (I/II d.C.), con posibilidad de manumisión μ' ἔτι τυτθὴν οὖσαν δουλοσύνης ἐξάγαγεν IUrb.Rom.1330.6 (III d.C.), cf. 1194.8 (I/II d.C.).
2 esclavitud, servidumbre que conlleva la derrota, sign. en la mujer sujeción y relación forzada c. el varón, Pi.l.c., Hdt.9.76, ἴδετε παρθένων ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερ A.l.c., cf. E.Ph.192, Nonn.l.c., gener. κακὴν ἔσχετε δουλοσύνην bajo la tiranía, Sol.11.4, unida a la degradación moral ἐς δὲ κακὴν ταχέως ἤλυθε δουλοσύνην Sol.3.18, οὐκ ἔμελλε μίμνειν ... δ[ουλοσύ] ναν Creso ante los persas, B.l.c., πόλιν δουλοσύνῃ περιπεσοῦσαν πρὸς ἀνδρῶν βαρβάρων Hdt.6.106, cf. 1.129, 164, CEG l.c., ζυγὸν αὐχένι θέντες δουλοσύνης epigr. en D.18.289, ὁ μὲν ὑμῶν πατρίδα δουλοσύνας ῥύσαθ' Men.Fr.1000, κρατερὴ δ. Eleg.Alex.Adesp.SHell.958.12, trasladada al mundo animal θάνατον ... δουλοσύνας προβέβουλε ha preferido la muerte a la esclavitud el gallo de pelea, Io Trag.53.4.
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, Knechtschaft; Homer einmal, Odyss. 22, 423, vgl s. v. Δούλη; – Pind. P 12, 15; Aesch. Spt. 112; Eur. Phoen. 200; öfter bei Her., z. B. 1, 129; nach Poll. 3, 75 ionisch.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
servitude.
Étymologie: δοῦλος.
Greek (Liddell-Scott)
δουλοσύνη: ἡ δουλεία, Ὀδ. Χ. 423, Πίνδ. ΙΙ.12. 27. Αἰσχύλ, Θήβ. 112, Εὐρ. Φοιν. 200· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 1. 129, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ δουλεία εἶναι ὁ τύπος ὁ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει.
English (Autenrieth)
(δοῦλος): slavery, Od. 22.423†.
Greek Monolingual
η (AM δουλοσύνη)
1. υποδούλωση, υποταγή
2. υπηρεσία
μσν.
ταπεινοφροσύνη.
Greek Monotonic
δουλοσύνη: ἡ, δουλεία, δουλική εργασία, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δουλοσύνη: дор. δουλοσύνα (ῠ) ἡ рабство, невольничество, неволя Hom., Pind., Aesch., Eur., Her.
Middle Liddell
δουλοσύνη, ἡ, [from δοῦλος n
slavery, slavish work, Od., Aesch., Eur.