βεβαιωτής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who gives assurance of a thing, authority, ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3 (pl.); ἱστορίας D.H.1.28, cf. 3.67, al.; confirmatory, λόγοι Phld.Sign.29. 2 legal surety, τοῦ μόνιμον τὴν ὁμόνοιαν γενέσθαι Plb.2.40.2; β. τῆς πίστεως παρέχεσθαι Plu. Flam.4; warrantor in sales, SIG2832 (Amphipolis), etc.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): βεβαιωτάς IG 92(1).754.5 (Anfisa I a.C.), IAE 36.9 (I d.C.)
1 adj. garante, que sirve de o que da garantía o seguridad de pers., c. gen. βεβαιωτὴν δὲ τοῦ μόνιμον αὐτὴν ἐπὶ ποσὸν γενέσθαι Λυκόρταν Plb.2.40.2, ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3, τῆς πίστεως Plu.Flam.4, τῆς δὲ πατρίου (ἱστορίας) β. ... νομισθείς considerado una autoridad en la historia de su país D.H.1.28, τοῦ μέλλοντος λέγεσθαι D.H.3.67
•de abstr. τ[ο] ύτους (λόγους) βεβαιωτὰς αὐτοῦ παρισ[τάν] ουσιν presentan estos (argumentos) como confirmaciones o garantías de éste Phld.Sign.29.30.
2 subst. garante legal ἵνα ... παραδόντες τοῖς βεβαιωταῖς τὸν περὶ τῆς βεβαιώσεως λόγον συνστήσωνται UPZ 162.6.10 (II a.C.), cf. PGrenf.2.33.4 (II a.C.), καθέστακε δὲ βεβαιωτὰν [κατὰ τὸν] ν[όμ] ον Νίκιππον IG l.c., ὧν ἁπάντων ἐναργέστατος ἦν βεβαιωτὰς αὐτός IAE l.c., προπωλητὴς καὶ β. τῶν κατὰ τὴν ὠνὴν ταύτην πάντων PPar.17.14 (II d.C.), cf. PLips.1.10 (II a.C.), SB 8007.3 (IV d.C.), PAbinn.251.11 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 440] ὁ, Bestätiger, Bekräftiger, Gewährsmann. Pol. 2, 40; πίστεως Plut. Flam. 4 u. öfter; Dion. Hal. 1, 11.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 celui qui assure ou affirme;
2 celui qui décide, arbitre.
Étymologie: βεβαιόω.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, παρέχων βεβαιότητα, Διον. Ἁλ. 1. 1242. 2) ἐπὶ δικανικῆς σημασίας, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, ἐγγυητής, Λατ. fidejussor. Πολύβ. 2. 40. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 2693 e· β. τῆς ὠνῆς 2694 a· ‒ οὕτω, βεβαιωτήρ, ῆρος, ὁ, Δελφ. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο (Α βεβαιωτής) βεβαιώ
1. εκείνος που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει κάτι
2. ο εγγυητής.
Russian (Dvoretsky)
βεβαιωτής: οῦ ὁ
1) поручитель (τινος Polyb., Plut.);
2) посредник, третейский судья (αἰτιῶν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βεβαιωτής -οῦ, ὁ βεβαιόω bevestiger, garantsteller, iemand die garant staat.