εὔμετρος

From LSJ
Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμετρος Medium diacritics: εὔμετρος Low diacritics: εύμετρος Capitals: ΕΥΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: eúmetros Transliteration B: eumetros Transliteration C: eymetros Beta Code: eu)/metros

English (LSJ)

ον, A well-measured, well-calculated, σφενδόνα A.Ag.1010 (lyr.); well-proportioned, v.l. for ἔμμητρον, Theoc.25.209. 2 of moderate size or proportions, οἶκος Aret.CA 1.1. Adv. -ως ib.1.6, Sor.1.86. 3 excellent in metre, [λέξις] εὔ. καὶ εὔρυθμος D.H.Comp.25; opp. κακόμετρος, Phld.Po.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1081] von schönem Maaße, Rhythmus, λέξις, D. Hal. C. V. 25 u. Gramm.; – übh. mäßig, σφενδόνη Aesch. Ag. 982.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de juste mesure, de moyenne grandeur;
2 bien mesuré, bien calculé.
Étymologie: εὖ, μέτρον.

Russian (Dvoretsky)

εὔμετρος:
1) хорошо отмеренный, т. е. меткий (σφενδόνη Aesch.);
2) хорошо размеренный, соразмерный (βάκτρον Theocr. - v.l. ἔμμετρος).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμετρος: -ον, καλῶς μεμετρημένος, καλῶς ὑπολογισθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1010 ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, Θεόκρ. 25. 209. 2) εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25.

Greek Monolingual

εὔμετρος, -ον (Α)
1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», Αισχύλ.)
2. συμμετρικός στις αναλογίες
3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.)
4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο μέτρο («(λέξις) εὔμετρος καὶ εὔρυθμος», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐμέτρως (Α)
1. με μέτριες αναλογίες
2. με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέτρον.

Greek Monotonic

εὔμετρος: -ον (μέτρον), καλά μετρημένος, καλά υπολογισμένος, σε Αισχύλ.· αυτός που βρίσκεται σε καλή αναλογία, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

εὔ-μετρος, ον μέτρον
well-measured, well-calculated, Aesch.: well-proportioned, Theocr.