Μεγαρικός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ή, όν, Megarian, Ar.Ach.522, etc.; Μεγαρικοὶ κέραμοι, and in the language of trade Μεγαρικά, Megarian pottery, Sch.Ar.Nu.1205; cf. Μαγαρικός: Μεγαρικοί, οἱ, philosophers of the Megarian school, Arist. Metaph.1046b29, D.L.2.106; οἱ M. διαλεκτικοί Phld.Rh.1.279 S.; M. ἐρωτήματα Chrysipp.Stoic.2.90: fem. Μεγαρίς (sc. γῆ), Megarian territory, Th. 2.31, etc.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Mégare ; ἡ Μεγαρική (γῆ) la Mégaride.
Étymologie: Μέγαρα.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰρικός: мегарский Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγαρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Μέγαρα ἢ τοὺς Μεγαρεῖς, Ἀριστοφ. κτλ.· Μεγαρικοὶ κέραμοι, καὶ κατὰ τὴν ἐμπορικὴν γλῶσσαν, Μεγαρικά, σκεύη πήλινα ἐκ Μεγάρων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, κτλ.· - Μεγαρικοί, οἱ, φιλόσοφοι τῆς Μεγαρικῆς σχολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 1, ἴδε Διογ. Λ. 2. κεφ. 10· - θηλυκ. Μεγαρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ Μεγαρικὴ χώρα, Θουκ. 2. 31, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μεγαρικαὶ σφίγγες· Καλλίας πόρνας τινὰς οὕτως εἴρηκεν».
Greek Monotonic
Μεγᾰρικός: -ή, -όν, Μεγαρικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα Μέγαρα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. Μεγαρίς (δηλ. γῆ), η περιφέρεια των Μεγάρων, η Μεγαρίδα, σε Θουκ.
Middle Liddell
Μεγᾰρικός, ή, όν
Megarian, Ar., etc.:—fem. Μεγαρίς (sc. γῆ), the Megarian territory, Megarid, Thuc.