ζυγόω

From LSJ
Revision as of 20:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγόω Medium diacritics: ζυγόω Low diacritics: ζυγόω Capitals: ΖΥΓΟΩ
Transliteration A: zygóō Transliteration B: zygoō Transliteration C: zygoo Beta Code: zugo/w

English (LSJ)

(ζυγόν) A yoke, join together, (σκέλη) Sor.1.84; ζ. κιθάραν put the cross-bar to the lyre, Luc.DDeor.7.4, DMar.1.4; κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Agatho 4.2, cf. LXXEz.41.26. 2 close, χείλη ῥαφαῖς Paul.Aeg.6.67 (prob.); shut off, Hp.Cord.12 (Pass.). 3 metaph., bring under the yoke, subdue, A.Fr.115.

German (Pape)

[Seite 1141] zusammenjochen, verbinden, κανόνες ἐζυγωμένοι Agath. Ath. X, 454 d; – die Cithara mit einem ζυγόν (Steg u. Wirbeln) versehen (besaiten), Luc. D. D. 7, 4 D. Mar. 1, 4; – Aesch. frg. 106 braucht ζυγώσω nach VLL. für δαμάσω, unterjochen. – Vgl. ζυγωτά.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
joindre avec une barre ; ζυγοῦν κιθάραν LUC fixer sur une lyre la barre transversale.
Étymologie: ζυγόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγόω [ζυγόν] van een verbinding voorzien.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγόω:
1) соединять ярмом, т. е. подчинять, покорять Aesch.;
2) соединять распоркой: ζ. τὰ κέρατα Luc. соединять рога (кифары), т. е. снабжать кифару поперечным бруском (кобылкой).

Greek Monotonic

ζῠγόω: (ζυγόν), μέλ. -ώσω, υποβάλλω στο ζυγό, ζεύω, συνάπτω, συναρμόζω· ζυγόωκιθάραν, βάζω το εγκάρσιο ξύλο στη φόρμιγγα ή στη λύρα όπου θα προσδεθούν οι χορδές του οργάνου, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγόω: (ζυγὸν) ὑποβάλλω εἰς τὸν ζυγόν, συνάπτω, συναρμόζω, ζ. κιθάραν, θέτω τὸ ἐγκάρσιον ξύλον εἰς τὴν φόρμιγγα ἢ λύραν, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 7. 4, Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D, πρβλ. Ἑβδ. (Ἐζεκ. μα΄, 26). 2) μεταφ., φέρω ὑπὸ τὸν ζυγόν, ὑποτάσσω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 113.

Middle Liddell

ζῠγόω, fut. -ώσω ζυγόν
to yoke together, ζ. κιθάραν to put the cross-bar to the lyre, Luc.