δηλωτικός
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ή, όν, A indicative, τινός Hp.Acut.42, Arist.Phgn.808b30, D.H. Comp.16: abs., notificatory, PMonac.2.15 (vi A. D.). Adv. -κῶς Aen. Tact.14.2. 2 expressive, of dancing, Poll.4.96. 3 visible, PMag.Berol.1.259.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I no ref. al lenguaje
1 evidente a la vista, visible ἔσει δ. καὶ ἔποπτος πᾶσιν ἀνθρώποις PMag.1.259.
2 que señala o indica mediante gesto, c. gen. ἡ δεῖξις ... δ. ... τῶν ὑποκειμένων Plu.2.747c (cf. δεῖξις III 1)
•que representa ref. a un bailarín, Poll.4.96.
3 que expresa o evidencia, revelador c. gen. ἐστὶν ἅπαντα ὅμοια ἐν τοῖς ζῴοις τοῦ αὐτοῦ τινὸς δηλωτικά todas las similitudes en los animales son la evidencia de algún tipo de identidad Arist.Phgn.808b30, λόγος ... δ. πάντων Ph.2.154, βοὴ ... δ. ... τοῦ θαύματος Hld.10.9.4 (v. δήλωσις III 1)
•neutr. como adv. ὡς ... τῶν ἀπρεπεστέρων δηλωτικὸν προσέβλεπεν ἐννοοῦντος recordando qué miradas tan reveladoras de sus sucios deseos le dirigía Hld.7.12.7
•que representa c. gen. Κρόνος, Ἀφροδίτη, Ἥλιος συστάσεων μεγάλων ... δηλωτικοί Vett.Val.43.19, (Κρόνος) σινῶν δὲ δ. Vett.Val.2.14.
4 de signos, presagios o presentimientos que indica, que anuncia o revela c. gen. δηλωτικόν τ' ἐρημίας ἀπέφαινον ... τὸ σημεῖον I.BI 6.295, τῆς ἐκπτώσεως D.C.Epit.7.11.9, ἀπὸ σημείων τεκμηριοῦται ἐκεῖνα ὧν ἐστι τὰ σημεῖα δηλωτικά deduce a partir de signos aquello que los signos revelan Iambl.Myst.10.3
•en la interpretación de un sueño τὸ γὰρ σφραγίζειν τὴν φύσιν τῆς γυναικός σου πίστεώς ἐστι δ. Ps.Callisth.1.8B
•medic. sintomático, que indica o anuncia una enfermedad presente o inminente, c. gen. παραφροσύνης δηλωτικά ἐστι σφοδρῆς Hp.Acut.42, φρίκης ἀκαταστάτου Hp.Coac.573, cf. 571, σημεῖα ... φρενίτιδος ... δηλωτικά Gal.16.515, κακοῦ τινος Gal.18(2).27, πυκνὸς ὁ σφυγμὸς ὀξείας ἂν εἴη νόσου δ. Paul.Aeg.2.4.
II ref. al lenguaje
1 gram. que indica, que expresa ref. a categorías o clases de palabras τῶν δὲ ἐπιρρημάτων ἃ μέν ἐστιν ... ποιότητος δηλωτικά Gramm.Pap.2.83, cf. Hsch.s.u. ὦ πόποι, Gramm.Pap. en PNess.8.110, ἀντωνυμία ἐστὶ λέξις ... προσώπων ὡρισμένων δ. D.T.640.16, ἐθνικὸν δέ ἐστι τὸ ἔθνους δηλωτικόν D.T.637.5, δηλωτικὰ τῶν ὑποκειμένων τὰ ὀνόματα D.H.Comp.16.1, βραδυτῆτος δηλωτικὰ ἐπίθετα Aristid.Quint.69.11, τοιούτων τινῶν ἄλλων ἤχων δηλωτικά (στοιχεῖα) D.H.Comp.14.3
•ref. a formas verbales aisladas τὸ δὲ ἔσται τοῦ μέλλοντος χρόνου δ. ‘será’ expresa tiempo futuro D.H.Amm.2.12.2
•en crítica literaria, ref. a vocablos poét. gener. πᾶν γὰρ ὄνομά τί ἐστι, καὶ τινὸς δηλωτικόν Dam.Pr.292.
2 en la exégesis bíblica c. sent. profético o tipológico que indica o anuncia, indicador c. gen. καὶ τὸ εἰπεῖν «ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν» δ. ... τοῦ γενομένου Iust.Phil.Dial.103.2, σύμβολον δ. ἦν τῶν γενησομένων τῷ Χριστῷ Iust.Phil.1Apol.32.5, cf. Dial.91.3, δ. τῆς δευτέρας ... παρουσίας Eus.DE 6.6 (p.256).
3 ref. al hombre como ser hablante que describe o representa mediante el lenguaje, c. gen. τῶν πραγμάτων ἐκκειμένων δ. γενόμενος καὶ σημαντικὸς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος Porph.in Cat.57.20.
4 que prueba o atestigua, acreditativo c. gen. δ. ἔγγραφος ἀπόδειξις τῆς προβατορίας recibo acreditativo por escrito del certificado de admisión, PMonac.2.15 (VI d.C.).
III adv. -ῶς
1 claramente, con claridad δ. γέγραπται Aen.Tact.14.2.
2 de modo que representa ref. a la ejecución de bailes, Poll.4.98.
German (Pape)
[Seite 561] zum Erklären gehörig, geschickt erklärend, τινός, Hippocr.; Plut. Symp. 9, 15, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à indiquer.
Étymologie: δηλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηλωτικός -ή -όν [δηλωτός] geneesk., symptomatisch voor, met gen.
Russian (Dvoretsky)
δηλωτικός: обнаруживающий, показывающий, объясняющий (τινος Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δηλωτικός: -ή, -όν, δεικτικός, ἐπιτήδειος εἰς δήλωσιν, τινος Ἱππ. Ὀξ. 391, Ἀριστ. Φυσιογν. 4, 4.―Ἐπίρρ. –κῶς Αἰν. Τακτ. 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δηλωτικός, -ή, -όν) δηλώ
Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση
2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο)
το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η ονομασία, η σημαία, η χωρητικότητα και το φορτίο του πλοίου, το οποίο παραδίδεται από τον πλοίαρχο στις λιμενικές αρχές του λιμανιού στο οποίο έχει αράξει
αρχ.
1. αυτός που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες («τήν δηλωτικὴν ἔγγραφον ἀπόδειξιν»)
2. (για χορό) ο εκφραστικός»
3. εμφανής, φανερός. II. επίρρ. αρχ. δηλωτικῶς
φανερά, λεπτομερειακά.