κατηγορικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορικός Medium diacritics: κατηγορικός Low diacritics: κατηγορικός Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: katēgorikós Transliteration B: katēgorikos Transliteration C: katigorikos Beta Code: kathgoriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A accusatory, opp. ἀπολογικός, Id.Rh.Al. 1426b25, cf.Erot.Prooem.; οἱ κ. informers, = Lat. delatores, Plu.Galb. 8. Adv. -κῶς, λέγειν πρός τινα J.BJProoem.4. II affirmative, opp. στερητικός, Arist.APr.26a18, al. Adv. -κῶς ib.26b22. 2 categorical, opp. hypothetical, κατηγορικόν, τό, statement combining subject and predicate, Stoic.2.66; κ. συλλογισμοί S.E.P.2.163, Procl.in Prm. p.790 S.; λόγοι S.E.P.2.166, Ammon.in Int.74.1. Adv. -κῶς, opp. ὑποθετικῶς, Gal.4.609.

German (Pape)

[Seite 1400] ή, όν, zur Anklage, Beschuldigung gehörig, dazu geneigt, Plut. S. N. V. 14; ὁ κ., der Ankläger, Galb. 8. – Zum Prädikat gehörig, es betreffend, Sp. – Adv., Ios.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne une accusation ; ὁ κατηγορικός accusateur;
2 t. de log. affirmatif.
Étymologie: κατήγορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηγορικός -ή -όν [κατηγορία] subst. οἱ κατηγορικοί beroepsaanklagers ( Lat. delatores).

Russian (Dvoretsky)

κατηγορικός:
1) обвинительный (εἶδος, sc. λόγου Arst.);
2) филос. утвердительный, утверждающий (πρότασις Arst.);
3) склонный обвинять, придирчивый (πικρὸς καὶ κ. Plut.).
II ὁ обвинитель Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κατηγορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κατηγορίαν, ἀντίθ. τῷ ἀπολογητικός, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1, πρβλ. κατηγορητικός· ὁ κατ., ὁ κατήγορος, ὁ καταγγέλων τινά, Πλουτ. Γάλβ. 8· ὁ ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς τὸ κατηγορεῖν (μεμπτικός), 2. 558D.― Ἐπίρρ., κατηγορικῶς λέγειν πρός τινα, κατηγορεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. προοίμ. 4. ΙΙ. βεβαιωτικός, καταφατικὸς ἢ ἀποφαντικός, ἀντίθ. τῷ στερητικός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5, κ. ἀλλ.·― Ἐπίρρ., -κῶς, αὐτόθι 1. 5, 14. 2) μόνον παρὰ μεταγεν., κατηγορικὸς ἢ θετικός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὑποθετικός, Ἀμμών. Ἑρμ. 59.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κατηγορικός, -ή, -όν κατήγορος
νεοελλ.
φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» — η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με το συνδετικό ρήμα είμαι
π.χ. η γάτα είναι ζώο
β) «κατηγορικός συλλογισμός» — ο συλλογισμός που έχει κατηγορική κρίση στη μείζονα πρόταση
γ) (κατά τον Καντ) «κατηγορική προσταγή» — πρόσταγμα που εκφράζει το ηθικό χρέος και που, σε αντιδιαστολή με τις υποθετικές και εξαρτημένες επιταγές της καθημερινής ζωής, λ.χ. «αν θέλεις να είσαι υγιής, πρέπει να ακολουθείς τις οδηγίες τών γιατρών», έχει απόλυτο και μη εξαρτημένο χαρακτήρα, λ.χ. «κάνε το καθήκον σου!»
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στην κατηγορία, ο επιτήδειος για κατηγορία, ο κατηγορητικός
2. καταφατικός
3. ρητός, θετικός
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί κατηγορικοί
οι κατήγοροι, οι επικριτές
5. το ουδ. ως ουσ. τo κατηγορικόν
συστηματική και λεπτομερής έρευνα του υποκειμένου και του κατηγορήματος.
επίρρ...
κατηγορικώς (Α)
1. καταφατικώς
2. ρητώς, θετικώς.