ὄκλασις
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
εως, ἡ, crouching with bent hams, squatting, Hp.Art.82, Luc.Salt.41.
German (Pape)
[Seite 315] ἡ, das mit gebogenen Knieen Niedersitzen auf die Fersen; Erotian. u. Hippocr.; βοός, Luc. salt. 41, das Biegen der Kniee.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s'accroupir, de replier ses genoux.
Étymologie: ὀκλάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὄκλᾰσις: ἡ, (ὀκλάζω) τὸ ὀκλάζειν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839, Λουκ. π. Ὀρχ. 41· - οὕτως ὄκλασμα, τό, ἦτο Περσική τις ὄρχησις, καθ’ ἣν ὁ ὀρχούμενος ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἔπιπτεν εἰς τὰ γόνατα, «ἔκαμνε κάτσαις», Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321.
Russian (Dvoretsky)
ὄκλασις: εως ἡ сидение на корточках: βοὸς ὄ. Luc. прилегший вол.