σελαγέω

From LSJ
Revision as of 14:35, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελᾰγέω Medium diacritics: σελαγέω Low diacritics: σελαγέω Capitals: ΣΕΛΑΓΕΩ
Transliteration A: selagéō Transliteration B: selageō Transliteration C: selageo Beta Code: selage/w

English (LSJ)

(σέλας) A enlighten, illuminate, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε . . γαῖαν Hymn.Is.9:—Pass., beam brightly, σελαγεῖτο δ' ἀν' ἄστυ πῦρ E. El.714 (lyr.); ὄμμα αἰθέρος σελαγεῖται Ar.Nu.285, cf. 604; also, to be in a blaze, Id.Ach.924sq. II intr., shine, beam, Opp.C.1.210,3.136.

German (Pape)

[Seite 869] 1) erhellen, erleuchten, bestrahlen. – Pass. σελαγεῖσθαι, bestrahlt werden, dah. in hellem Glanze stehen, σελαγεῖτο ἀν' ἄστυ πῦρ ἐπιβώμιον, Eur. El. 714; ὄμμα γὰρ αἰθέρος ἀκάματον σελαγεῖται μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς, Ar. Nubb. 286; σὺν πεύκαις, 594; auch in hellen Flammen stehen, Ach. 924, κεἴπερ λάβοιτο τῶν νεῶν τὸ πῦρ ἅπαξ, σελαγοῖντ' ἂν εὐθύς. – 2) intr., leuchten, strahlen, schimmern, χαλκὸν σελαγεῦντα, Opp. Cyn. 1, 210.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire briller ; Pass. briller;
2 brûler.
Étymologie: σέλας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σελᾰγέω [σέλας] poët. imperf. med. 3 sing. σελαγεῖτο, een gloed verspreiden, stralen, schitteren:; σὺν πεύκαις σελαγεῖ hij (Dionysus) straalt met toortsen van pijnboomhout Aristoph. Nub. 604; meestal med.. σελαγεῖτο... πῦρ ἐπιβώμιον het vuur schitterde helder op het altaar Eur. El. 714; σελαγοῖντ’ ἂν εὐθύς ze (de schepen) zouden onmiddellijk in lichterlaaie staan Aristoph. Ach. 924.

Russian (Dvoretsky)

σελᾰγέω:
1) освещать, pass. светить, сиять (σελαγεῖσθαι σὺν πεύκαις Arph.);
2) жечь, pass. гореть, пылать; σελαγεῖτο πῦρ ἐπιβώμιον Eur. пылал огонь на жертвеннике.

Greek Monotonic

σελᾰγέω: (σέλας), φωτίζω, διαφωτίζω — Παθ., φέγγω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώ, λαμπυρίζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σελᾰγέω: (σέλας) φωτίζω, καταφωτίζω, ἐλλάμπω, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε ... γαῖαν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 9. - Παθητ., λάμπω, φωτίζω, φέγγω, σελαγεῖτο δ’ ἀν’ ἄστυ πῦρ Εὐρ. Ἠλ. 714· ὄμμα σελαγεῖται Ἀριστοφ. Νεφ. 285, πρβλ. 604 (ἔνθα τὸ σελαγεῖ εἶναι β΄ ἑνικ.)· ὡσαύτως, ἀναφλέγομαι, καίομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 924 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., λάμπω, ἀκτινοβολῶ, φεγγοβολῶ, Ὀππ. Κυν. 1. 210., 3. 136.

Middle Liddell

σελᾰγέω, σέλας
to enlighten, illume:—Pass. to beam brightly, Ar.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=φωτίζω, φεγγοβολῶ). Ἀπό τό σέλας (=φῶς, λάμψη) πού εἶναι συγγενικό μέ τό ἥλιος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σέλας.