μαψίδιος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον (also η, ον, v. infr.), (μάψ B) A vain, false, τὸ δ' ἐμὸν ὄνομα… μαψίδιον ἔχει φάτιν E.Hel.251 (lyr.); γλῶσσα μ. Theoc.25.188; useless, worthless, μαψιδίη κόνις AP7.602 (Agath.). II in Hom. only Adv. μαψιδίως, = μάψ, thoughtlessly, at random, Il.5.374, al.; without reason, κεχολῶσθαι Od.7.310; rashly, recklessly, 2.58, 14.365; μ. ἀλάλησθε, of pirates, 3.72.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
vain, faux.
Étymologie: μάψ.
Russian (Dvoretsky)
μαψίδιος: и 2 (ῐδ)
1) пустой, бессмысленный, ложный (φάτις Hom.);
2) ничтожный, жалкий (χθονὸς κόνις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μαψίδιος: -ον, (μὰψ) μάταιος, ψευδής, τὸ δ’ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν Εὐριπ. Ἑλ. 251, πρβλ. Θεόκρ. 25. 188· ἀνωφελής, οὐδενὸς ἄξιος, μαψιδίη κόνις Ἀνθ. Π. 7. 602. II. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μαψιδίως, = μάψ, ὡς τὸ Λατ. temere, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, ἀλογίστως, Ἰλ. Ε. 374, Ὀδ. Γ. 72, κτλ.· ἄνευ λόγου, ἀλόγως, Η. 310· ἀπερισκέπτως, ἀσκόπως, Β. 58, Ξ. 365.
Greek Monolingual
μαψίδιος, -ον και μαψίδιος, -η, -ον (Α)
1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ'ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.)
2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος.
επίρρ...
μαψιδίως
ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. λαθρ-ίδιος)].
Greek Monotonic
μαψίδιος: -ον (μάψ), μάταιος, λανθασμένος, σε Ευρ., Θεόκρ.· άχρηστος, ανάξιος, σε Ανθ.· επίρρ. μαψιδίως = μάψ, σε Όμηρ.
Middle Liddell
μαψίδιος, ον [μάψ]
vain, false, Eur., Theocr.: useless, worthless, Anth.:—adv. μαψιδίως, = μάψ, Hom.
German (Pape)
auch 2 Endgn, töricht, leichtsinnig, unbedachtsam; μαψίδιον ἔχει φάτιν, Eur. Hel. 259; Theocr. 25.188; μαψιδίη κόνις, Agath. 39 (VII.602). Bei Hom. nur im
• adv. μαψιδίως, ohne Grund, Od. 7.310, ohne Plan und Zweck, 3.72, 9.253, frecher Weise, frevelhaft, Il. 5.374, Od. 14.365 und öfter; in den Tag hinein, ohne Überlegung, wie μάψ, εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον, 17.536.