χλιδάω

From LSJ
Revision as of 17:02, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδάω Medium diacritics: χλιδάω Low diacritics: χλιδάω Capitals: ΧΛΙΔΑΩ
Transliteration A: chlidáō Transliteration B: chlidaō Transliteration C: chlidao Beta Code: xlida/w

English (LSJ)

poet. Verb, to be soft or be delicate, χλιδῶσα μολπά Pi.O.10(11).84; χλιδῶν πλόκαμος A.Fr.313: but mostly in bad sense, live delicately or luxuriously, Ar.Lys.640 (troch.); rare in Prose, χ. κατὰ τὴν δίαιταν Arr.An.5.4.4: c. dat., revel in, τοῖς παροῦσι πράγμασι A.Pr.971; πλούτῳ E.Fr. 986; πώγωνι S.Ichn.358; χλιδάω ἐπί τινι to pride oneself upon a thing, δῶρ' ἐφ' οἷσι νῦν χλιδᾷς Id.El.360: abs., show insolence, A.Supp.833 (lyr., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1359] weichlich, üppig sein, ein weichliches oder schwelgerisches Leben führen, auch übermüthig sein, τοῖς παροῦσι πράγμασι, auf die gegenwärtige Lage der Dinge übermüthig pochen, Aesch. Prom. 973, vgl. Suppl. 813; δῶρ', ἐφ' οἷσι νῦν χλιδᾷς Soph. El. 352; Ar. Eccl. 640; – seltner im guten Sinne, χλιδῶσα μολπή, weicher, zarter Gesang, Pind. Ol. 11, 88.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être mou, délicat, efféminé;
2 s'enorgueillir, être fier, tirer vanité : τινι, ἐπί τινι de qch.
Étymologie: χλιδή.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδάω:
1 быть роскошным: χλιδῶν πλόκαμος Aesch. пышные кудри; χλιδῶντα θρέψαι τινά Arph. воспитать кого-л. в роскоши;
2 быть изнеженным: χλιδῶσα μολπή Pind. страстная или нежная песнь;
3 гордиться, кичиться (τινι Aesch., Eur. и ἐπί τινι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδάω: μέλλ. -ήσω· (χλιδή)· - ποιητ. ῥῆμα, εἶμαι χλιδανός, ἁβρός, λεπτός, χλιδῶσα μολπὴ Πινδ. Ο. 10 (11). 99· χλιδῶν πλόκαμος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 322· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι μαλθακός, διάγω ἐν χλιδῇ βίον τρυφηλόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 833, Ἀριστοφ. Λυσ. 640· τινι, ἔν τινι πράγματι, τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971· πλούτῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 976· ὡσαύτως, χλιδῶ ἐπί τινι, ὑπερηφανεύομαι διά τι πρᾶγμα, δῶρ’ ἐφ’ οἷσι νῦν χλιδᾷς Σοφ. Ἠλ. 360 - Ἡσύχ. «χλιδᾷ... τρυφᾷ» καὶ «χλιδώσαις· τρυφώσαις».

English (Slater)

χλῐδάω
  nbsp; 1 swell met. χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων (O. 10.84)

Greek Monotonic

χλῐδάω: μέλ. -ήσω (χλιδή), είμαι λεπτός ή τρυφηλός, χλιδῶσα μολπή, σε Πίνδ.· ζω με χλιδή, γλεντώ, ζω με πολυτέλεια, τινί, σε κάτι, σε Αισχύλ.· χλιδάω ἐπί τινι, υπερηφανεύομαι για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.

Middle Liddell

χλῐδάω, fut. -ήσω χλιδή
to be soft or delicate, χλιδῶσα μολπή Pind.:— to live delicately, to revel, luxuriate, τινί in a thing, Aesch.; χλ. ἐπί τινι to pride oneself upon a thing, Soph.

Greek Monolingual

χλιδάω, Α χλιδή
1. είμαι χλιδανός, τρυφηλός
2. (με αρνητική σημ.) ζω τρυφηλά και άσωτα («οἱ χλιδῶντες καὶ ἀβροδιαίτως ζῶντες», Φίλ.)
3. φρ. «χλιδῶ ἐπί τινι» — περηφανεύομαι για κάτι (Σοφ.).