ἀεικέλιος

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεικέλιος Medium diacritics: ἀεικέλιος Low diacritics: αεικέλιος Capitals: ΑΕΙΚΕΛΙΟΣ
Transliteration A: aeikélios Transliteration B: aeikelios Transliteration C: aeikelios Beta Code: a)eike/lios

English (LSJ)

α, ον, Od.4.244, also ος, ον 19.341; poet. form of ἀεικής (inconvenient, unworthy, fatal, worthless, cowardly), 13.402, Il.14.84; contr. αἰκέλιος Thgn.1344, E.Andr.131 (lyr.): —of things, words, and actions; more rarely of persons, Od.6.242. Adv. ἀεικελίως = in an unfitting way, unworthily Od.8.231, 16.109, B.3.45.

Spanish (DGE)

v. αἰκέλιος.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
inconvenant, honteux, déplorable.
Étymologie: , εἴκελος.

Russian (Dvoretsky)

ἀεικέλιος: и ἀεικής 2
1) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный (λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.);
2) непристойный, неприличный (ἔπεα Her.);
3) жалкий, плохой (χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.): ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. ты одет в лохмотья;
4) скудный, незначительный, ничтожный (μισθός, ἄποινα Hom.);
5) необычный: οὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. вполне естественно, что Делос пережил землетрясение.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικέλιος: α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· παράλληλος ποιητ. τύπος τοῦ ἀεικής, Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. αἰκέλιος, Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.

English (Autenrieth)

2 and 3, = ἀεικής: ill-favored, Od. 6.242; adv., ἀεικελίως: disgracefully.

Greek Monotonic

ἀεικέλιος: -α, -ον ή -ος, -ον = ἀεικής, σε Όμηρ., Ηρόδ.· συνηρ. αἰκέλιος, σε Θέογν., Ευρ.· επίρρ. -ίως, σε Ομήρ. Οδ.

German (Pape)

α, ον, Od. 19.341 ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ; unziemlich, schmählich, πληγαί Od. 4.244, ἄλγος 14.32, ἀλαωτύς 9.503; dah. schlecht, gering, δίφρος 20.259 (Apoll. Lex. εὐτελής), χιτών 24.228, und so von dem zum Bettler verwandelten Odysseus 13.402, unansehnlich, vgl. 6.242; so δέμας Eur. Andr. 131.
• Adv. Od. 8.231.