κοινολογία
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ἡ, A consultation, Hp.Praec.8, PFay.12.15 (ii B.C.), Gal.8.151. 2 discussion, conference, Plb.2.8.7, al., Plu.Ages.25, al., Alex.Aphr.in Metaph. 296.23; philosophical dialogue, Phld.Rh.1.109: pl., ib.243 S. 3 communication by speech, Iamb.Myst.7.4 (pl.). 4 in Magic, use of τὰ κοινά (cf. κοινός 111.4), PMag.Par.1.2080 (pl.). II = ἡ κοινὴ διάλεκτος, Phot.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliches Besprechen, Berathen; Hippocr.; Pol. 2, 8, 7, Plut. Ages. 25 u. a. Sp. – Auch = κοινολεξία, Phot. 174, 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
conversation, entretien.
Étymologie: κοινός, λόγος.
Russian (Dvoretsky)
κοινολογία: ἡ совместное обсуждение, совещание, беседа Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κοινολογία: ἡ, σύσκεψις, Ἱππ. 27. 35, Πολύβ. 2. 8, 7, κτλ. ΙΙ. = ἡ κοινὴ διάλεκτος, Φώτ.
Spanish
Greek Monolingual
η (AM κοινολογία) κοινολογώ
διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση
μσν.
(κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος
αρχ.
1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῦ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα», Ιπποκρ.)
2. φιλοσοφικός διάλογος
3. συζήτηση, συνομιλία («ὅλην τὴν κοινολογίαν ἀγερώχως... αὐτῶν διήκουε», Πολ.)
4. (στη μαγεία) η χρήση τών κοινών, δηλαδή τών λέξεων που έμπαιναν στα ξόρκια, ανάλογα με την περίσταση, στις τυπικές τους φράσεις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινολογία -ας, ἡ [κοινολογέω] overleg, discussie. geneesk. consult.
Léxico de magia
ἡ conjunto de términos comunes en magia, gener. recogidos con τὰ κοινά , etc. πρὸς τό, τὸ πράσσεις, τὰς κοινολογίας μόνας μετάστρεφε según lo que estés realizando, cambia únicamente los términos comunes P IV 2080