θλάω

From LSJ
Revision as of 21:38, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "sens. obsc." to "sens. obsc.")

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλάω Medium diacritics: θλάω Low diacritics: θλάω Capitals: ΘΛΑΩ
Transliteration A: thláō Transliteration B: thlaō Transliteration C: thlao Beta Code: qla/w

English (LSJ)

imper. A θλῆ Herod. (v. infr.); inf. θλᾶν Gal.UP13.8; part. θλῶσα ib.13.3: 3sg. impf. ἔθλα (συγκατ-) Machoap.Ath.8.348f: fut. θλάσω [ᾰ] (ἐν-) Hp.Int.44: aor. ἔθλᾰσα, Ep. θλάσσα (v. infr.):—Pass., fut. θλασθήσομαι Gal.UP12.15: aor. ἐθλάσθην Hp.Ulc.6: pf. τέθλασμαι (συν-) Alex.270, Ph.1.609, Theoc.22.45:—crush, bruise, θλάσσε δέ οἱ κοτύλην Il.5.307; ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od.18.97; οὔτ' ἔρρηξε βαλὼν οὔτ' ἔθλασε Hes.Sc.140; [φωνὴν] ὥσπερ θλῶσαν [τὴν ἀκοήν] S.E.M.6.40: sens. obsc., αὐτὸς τὰ σαυτοῦ θλῆ Herod.2.83:—Pass., Arist.Pr.890a3, Herod.3.44; τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς Theoc. l.c.; ῥάβδος -μένη LXX 4 Ki.18.21. 2 overload(?), τὰς ἅλως PFay.112.20 (i A.D.). 3 metaph., oppress, LXX Jd.10.8,al. (Cf. φλάω.)

German (Pape)

[Seite 1212] fut. θλάσω, pass. τέθλασμαι, ἐθλασμένον steht Ath. XV, 699, – zerdrücken, zerquetschen, zermalmen; ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od. 18, 95; θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην Il. 12, 384; οὔτ' ἔῤῥηξε βαλών, οὔτ' ἔθλασε Hes. Sc. 140; sp. D., wie τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς Theocr. 22, 45; auch sp. Medic. Vgl. φλάω (verwandt mit θραύω, τιτράω, auch vielleicht κλάω).

French (Bailly abrégé)

f. θλάσω, ao. ἔθλασα, pf. τέθλακα;
Pass. f. θλασθήσομαι, ao. ἐθλάσθην, pf. τέθλασμαι;
meurtrir, froisser, broyer.
Étymologie: DELG étym. inconnue -- Babiniotis cf. skr. dhrsád « pierre de moulin ».

Russian (Dvoretsky)

θλάω: (pass.: fut. θλασθήσομαι, aor. ἐθλάσθην, pf. τέθλασμαι) раздавливать, (с)мять (κοτύλην τινί Hom.; σάκος χερσί Hes.; ὀστᾶ θλώμενα Arst.): εἴσω θλασάσαι Hom. вдавить что-л. внутрь; τεθλασμένος οὔατα Theocr. с израненными (в бою) ушами.

Greek (Liddell-Scott)

θλάω: ἀπαρ. θλᾶν, μετοχ. θλῶσα, Γαλην.: γ΄ ἑνικ. παρατ. θλῆ Ἡρώνδ. Μιμιάμβ. 2. 83, ἔθλα (συγκατ-) Μάχων παρ’ Ἀθην. 348F: μέλλ. θλάσω (ἐν-) Ἱππ. 556. 22: ἀόρ. ἔθλᾰσα, Ἐπικ. θλάσσα. ― Παθ., ἐνεστ. θλῆται Ἡρώνδ. Μιμιάμβ. 3. 44: μέλλ. θλασθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἐθλάσθην, Ἱππ. 873. 2 (ὡς ὁ Littré διορθοῖ ἐν τοῦ Γαλην.): πρκμ. τέθλασμαι (συν-) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 12, τέθλαγμαι Θεόκρ. 32. 45. Συντρίβω, «σπάνω», «τσακίζω», θλάσσε δὲ οἱ κοτύλην Ἰλ. Ε. 307· ὀστέα δ’ εἴσω ἔθλασεν Ὀδ. Σ. 97. οὔτ’ ἔρρηξε βαλὼν οὔτ’ ἔθλασε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 140· ἴδε ἐν λ. οὖς. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 9. 4, 3. (φλάω εἶναι ἕτερος τύπος, πρβλ. Θ θ Ι. 2· πρβλ. ὡσαύτως θραύω).

English (Autenrieth)

aor. ἔθλασε, θλάσσε: crush, bruise.

Spanish

estrujar

Greek Monotonic

θλάω: απαρ. θλᾶν, μέλ. θλάσω, αόρ. αʹ ἔθλᾰσα, Επικ. θλάσσα· Παθ., παρακ. τέθλασμαι· σπάζω, συντρίβω, τσακίζω, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: crush, bruise (Il.).
Other forms: (Arist., Herod.; s. Schwyzer 676), aor. θλάσ(σ)αι (Il.), pass. θλασθῆναι, fut. θλάσω (Hp.), perf. τέθλασμαι (Alex., Theoc.),
Compounds: also with prefix, e. g. ἀμφι-, κατα-, συν-,
Derivatives: θλάσις crushing (Arist.), θλάσμα bruising, bruise (Arist.), θλαστός (Com.); θλάστης crusher = ἐμβρυοθλάστης (medic.), θλαστικός crushing (Arist.); θλαδίας m. eunuch (LXX, Ph.) with θλαδιάω H. = φλαδιάω; from *θλάδος, *θλαδεῖν, cf. φλαδεῖν.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No certain connection. Acc. to Scheftelowitz IF 33, 165f. and Ehrlich Sprachgeschichte 9 to Czech. dlasmati press and Skt. dhr̥ṣád- f. rock, millstone (correct dr̥ṣád-?); the Skt. word is quite differentli formed; s. Mayrhofer KEWA s. v. and on δειράς). Cf. θλίβω und φλάω.

Middle Liddell

to crush, bruise, Hom.

Frisk Etymology German

θλάω: (Arist., Herod. usw.; vgl. Schwyzer 676),
{thláō}
Forms: Aor. θλάσ(σ)αι (seit Il.), Pass. θλασθῆναι, Fut. θλάσω (Hp. u. a.), Perf. τέθλασμαι (Alex., Theok. u. a.),
Grammar: v.
Meaning: zerquetschen, zermalmen.
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἀμφι-, κατα-, συν-,
Derivative: Davon θλάσις das Zerquetschen (Arist. u. a.), θλάσμα Quetschung, Quetschwunde (Arist., LXX u. a.), θλαστός (Kom. u. a.); θλάστης Zerquetscher = ἐμβρυοθλάστης (Mediz.), θλαστικός zerquetschend (Arist.); θλαδίας m. Eunuch (LXX, Ph.) mit θλαδιάω H. = φλαδιάω; aus *θλάδος, *θλαδεῖν u. a., vgl. φλαδεῖν, auch κλάδος (zu κλάω).
Etymology: Ohne sichere Anknüpfung. Nach Scheftelowitz IF 33, 165f. und Ehrlich Sprachgeschichte 9 zu čech. dlasmati drücken und aind. dhr̥ṣád- f. Fels, Mühlstein (richtiger dr̥ṣád-?; s. Mayrhofer Wb. s. v. und zu δειράς). Vgl. θλίβω und φλάω.
Page 1,676

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=σπάνω, τσακίζω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Συγγενικό τό φλάω.
Παράγωγα: θλάσμα (=σπάσιμο), θλάσις (=σπάσιμο), θλάστης, θλαστικός, θλαστός, ἄθλαστος, εὔθλαστος, θλαδίας (=εὐνοῦχος), θλάσπις (=βοτάνι).

Léxico de magia

estrujar κυνὸς νεκροῦ κροτῶνα θλάσον εἰς τὴν ὀσφῦν estruja una garrapata de un perro muerto contra tus caderas SM 76 4