διάπηγμα

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπηγμα Medium diacritics: διάπηγμα Low diacritics: διάπηγμα Capitals: ΔΙΑΠΗΓΜΑ
Transliteration A: diápēgma Transliteration B: diapēgma Transliteration C: diapigma Beta Code: dia/phgma

English (LSJ)

-ατος, τό, (διαπήγνυμι) cross-bar, Ph. Bel.54.19, Hero Bel.83.8, Dioptr.34, Heliod. ap. Orib.49.7.1; partition, Hero Aut.11.9.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I mec.
1 entramado, armazón διάπηγμα κατασκευάζεται ἐκ τεσσάρων κανόνων συνεστηκός Hero Bel.100.8.
2 travesaño, barra transversal Hero Bel.82.6, 83.7, 99.8, Dioptr.34, Heliod. en Orib.49.8.1, Sor.51.25, Ph.Bel.54.19
pieza transversal Hero Aut.11.9.
II en ornamentación reborde, ribete Aq.4Re.16.17.

Greek (Liddell-Scott)

διάπηγμα: τό, (διαπήγνυμι) σταυροειδῶς ἐπικειμένη δοκός, Φίλων καὶ Ἥρων ἐν Μαθ. Ἀρχ. σ. 74, 254· ὑποκορ. διαπηγμάτιον, τό, Φίλων αὐτόθι σ. 64.

Greek Monolingual

το (Α διάπηγμα) διαπηγνύω
1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση της αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων)
2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης, τραβέρσα)
3. ζεύγος ξύλων για τη σύνδεση του θωρακίου, τρέσες
4. μεταλλικοί ράβδοι για ενίσχυση τών ατμολεβήτων (τιράντες)
αρχ.
1. εγκάρσιο ξύλο ή δοκάρι
2. χώρισμα.

German (Pape)

τό, das dazwischen Eingefügte, Querholz, Mathem.