παραπείθω

From LSJ
Revision as of 08:49, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπείθω Medium diacritics: παραπείθω Low diacritics: παραπείθω Capitals: ΠΑΡΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: parapeíthō Transliteration B: parapeithō Transliteration C: parapeitho Beta Code: parapei/qw

English (LSJ)

fut. παραπείσω Com.Adesp.25.17 D. (dub.): Ep.aor. παρέπιθον or παραιπέπιθον:—win by persuasive arts, prevail upon, Il. 24.208; Πηλείωνα… σπουδῇ παρπεπιθόντες 23.37, cf. 606, Od.24.119; freq. with a notion of deceit or guile, beguile, cajole, ὅς μ' ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσί Od. 14.290: c. acc. et inf., μή σε ἔπεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς μνηστήρεσσι μάχεσθαι 22.213; παράπεισον… ἐλθεῖν… Ἰσμηνόν E. Supp.60(lyr.):—rare in Prose, μή πῃ πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας… παραπείσῃ may cajole us, Pl.Lg.892d, cf. Nic.Dam.130.24J.:—Pass., παραπεπεῖσθαι to be beguiled into doing a thing, Arist.LI969b17.

German (Pape)

[Seite 492] auf listige, betrügerische Weise überreden, beschwatzen, durch listiges Zureden besänftigen, auch ohne den Nebenbegriff des Betrugs, ὡς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας, Il. 13, 788. 23, 606 u. öfter, σπουδῇ παρπεπιθόντες ἑταίρου χωόμενον κῆρ, 23, 37, vgl. Od. 24, 119; auch in der poet. Form παραιπεπιθοῦσα, Il. 23, 40, wie Μέντορ, μή σ' ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδύσσεύς, Od. 22, 213; παράπεισον δὲ σόν, ὃν λισσόμεθ', ἐλθεῖν τέκνον, Eur. Suppl. 60; und in Prosa, μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας παραπείσῃ ὁ λόγος Plat. Legg. X, 892 d, u. Folgde, wie Luc. Pisc. 18.

French (Bailly abrégé)

ao. παρέπεισα, pf. Pass. παραπέπεισμαι, etc.
1 persuader peu à peu, finir par persuader;
2 séduire par de faux raisonnements, persuader insidieusement : τινα qqn.
Étymologie: παρά, πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-πείθω ep. παρπείθω en παραιπείθω, conj. aor. redupl. 3 sing. παραιπεπίθῃσιν, ptc. παρπεπιθών, plur. παρπεπιθόντες, overreden, ompraten:; ἐπέεσσι παραιπεπιθοῦσα φίλον κῆρ met woorden hun hart overredend Il. 23.37; ὅς μ’ ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσί die mij meenam na met zijn gewiekstheid mij te hebben omgepraat Od. 14.290; met acc. en inf.: μή σ’ ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς … μάχεσθαι laat Odysseus je niet met woorden ompraten om te vechten Od. 22.213.

Russian (Dvoretsky)

παραπείθω: эп. παραιπείθω (эп. aor. 1 παρέπεισα, aor. 2 παραιπέπιθον; part. παραπείσας - эп. παρπεπιθών; 3 л. sing. conjct. παραπεπίθῃ - эп. παραιπεπίθῃσι; pf. pass. παραπέπεισμαι)
1 убеждать, уговаривать (τινά и φρένας τινός Hom.);
2 склонять (к чему-л.), соблазнять, прельщать (ἐπέεσσί τινα Hom.): διὰ τὸν τοῦ Ζήνωνος λόγον παραπεπεῖσθαι Arst. поддаться соблазну Зенонова рассуждения.

Greek (Liddell-Scott)

παραπείθω: μέλλ. -πείσω, Ἐπικ. ἀόρ. παρ- ἢ παραιπέπιθον· - προσελκύω διὰ τῆς πειθοῦς, καταπείθω, Πηλείωνα ... σπουδῇ παρπεπιθόντες Ἰλ. Ψ. 37, πρβλ. Ὀδ. Ω. 119· συχνάκις μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐξαπατᾶν ἢ δολιεύεσθαι, ἐπέεσαι παραιπεπιθοῦσα φίλον κῆρ Ἰλ. Ξ. 208· παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας Ν. 788, πρβλ. Ζ. 120· ὅς μ’ ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσὶ Ὀδ. Ξ. 290· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μή σ’ ἐπέεσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεύς, μνηστήρεσσι μάχεσθαι Ὀδ. Χ. 313· παράπεισον ... ἐλθεῖν ... Ἰσμηνόν Εὐρ. Ἱκέτ. 59· - σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, μή πῃ πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας ... παραπείσῃ, μᾶς ἐξαπατήσῃ, Πλάτ. Νόμ. 892D. - Παθ., παραπεπεῖσθαι, Ἀριστ. de Lin. Insec 21.

English (Autenrieth)

aor. 1 παρέπεισε, aor. 2 redup. subj. παραιπεπίθῃσι, part. -θοῦσα, sync. παρπεπιθών: win over by persuasion, gain over, coax, wheedle, Il. 7.120; w. inf., Od. 22.213.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πείθω
παραπλανώ κάποιον με την πειθώ, εξαπατώ, ξεγελώ
αρχ.
προσελκύω κάποιον με την πειθώ.

Greek Monotonic

παραπείθω: μέλ. -πείσω, πείθω σταδιακά, καταπείθω, δελεάζω, σε Όμηρ., σε Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ παραιπεπίθῃσιν, μτχ. παρ-πεπῐθών.

Middle Liddell

fut. -πείσω
to persuade gradually, win over, beguile, Hom., in epic aor2, 3rd sg. παραιπεπίθῃσιν, part. παρ-πεπῐθών.