Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέλισμα

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλισμα Medium diacritics: μέλισμα Low diacritics: μέλισμα Capitals: ΜΕΛΙΣΜΑ
Transliteration A: mélisma Transliteration B: melisma Transliteration C: melisma Beta Code: me/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, (μελίζω B) A song, Theoc.14.31, 20.28; cf. μέλιγμα. 2 air, melody, μ. λύρας AP7.196 (Mel.); lyric poetry, ib. 4.1.35 (Id.).

German (Pape)

[Seite 123] τό, Gesang, Lied; Theocr. 14, 31; von Anakreons Liedern, Mel. 1, 35 (IV, 1) Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chant;
2 air chanté avec accompagnement, mélodie.
Étymologie: μελίζω².

Russian (Dvoretsky)

μέλισμα: ατος τό песня, напев, мелодия Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μέλισμα: τό, (μελίζω Β) ᾆσμα, μέλος, ᾠδή, Θεόκρ. 14. 31., 20. 28. 2) «ἦχος», μελῳδία, Ἀνθ. Π. 4. 1, 35· μ. λύρας αὐτόθι 7. 196.

Greek Monolingual

το (ΑM μέλισμα) μελίζω
νεοελλ.
μουσ. περίτεχνο ποίκιλμα, φωνητικό ή οργανικό, που, είτε καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους της μελωδίας είτε γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής ερμηνείας αλλά και του ύφους και ήθους κάθε μουσικού πολιτισμού
μσν.
τεμάχιο, τμήμα
αρχ.
1. μελωδικός ήχος ή σκοπός, μελωδία, άσμαμέλισμα λύρας», Ανθ. Παλ.)
2. λυρική ποίηση.

Greek Monotonic

μέλισμα: τό (μελίζω), τραγούδι, σε Θεόκρ.· μελωδία, σε Ανθ.

Middle Liddell

μέλισμα, ατος, τό, μελίζω
a song, Theocr.: a tune, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=τραγούδι). Ἀπό τό μελίζω κι' αὐτό ἀπό τό μέλος.