παιδοτρίβης
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ου, ὁ, (τρίβω) paedotribe, pedotribe, physical trainer, gymnastic master, Antipho 3.3.6, Pl.Prt.312b, IG22.665.25, PHal.1.261 (iii B. C.), SIG697 E10 (Delph., ii B. C.), etc.; οἱ περὶ τὸ σῶμα, π. καὶ ἰατροί Pl.Grg.504a; ἐν παιδοτρίβου at his school, Ar.Eq. 1238, Nu.973; ὁ διὰ βίου π. τῶν ἐφήβων IG3.746: metaph., ὁ π. τοῦ τυράννου Jul. Or.2.58c.
German (Pape)
[Seite 441] ὁ, der Lehrer der Knaben in der Ringkunst; Antiph. III γ 6; παλαίστρας ἀνοίγνυσι, Aesch. 1, 10; ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνθανες; Ar. Equ. 1238, öfter; οἱ περὶ τὸ σῶμα παιδοτρίβαι τε καὶ ἰατροί, Plat. Gorg. 504 a, der auch ἡ παρὰ τοῦ γραμματιστοῦ καὶ παιδοτρίβου μάθησις vrbdt, Prot. 312 b; Folgde. – Nach Schol. Ar. Equ. 492 auch = ἀλείπτης u. κηρωματιστής. – Bei Automed. 1 (XII, 34) mit obsconer Anspielung auf παιδεραστής.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
maître de gymnastique pour les enfants.
Étymologie: παῖς, τρίβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοτρίβης -ου, ὁ [παῖς, τρίβω] gymnastiekleraar, trainer:. ἐν παιδοτρίβου bij de gymleraar Aristoph. Eq. 1238.
Russian (Dvoretsky)
παιδοτρίβης: ου (ῐ) ὁ
1 обучающий физическим упражнениям, преподаватель гимнастики Plat., Plut.: ἐν παιδοτρίβου Arph. у преподавателя или в школе гимнастики;
2 Anth. = παιδεραστής.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ, (τρίβω) ὁ διδάσκων τοὺς παῖδας τὴν πάλην καὶ ἄλλας γυμναστικὰς ἀσκήσεις, διδάσκαλος τῆς γυμναστικῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 973, Ἀντιφῶν 123. 7, Πλάτ. Πρωτ. 312Β, κ. ἀλλ.· οἱ περὶ τὸ σῶμα π. καὶ ἰατροὶ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 504Α· ἐν παιδοτρίβου, ἐν τῷ σχολείῳ παιδ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1238· ὁ π. τῶν ἐφήβων Συλλ. Ἐπιγρ. 263.
Greek Monolingual
παιδοτρίβης, ὁ (Α)
1. ειδικός εκπαιδευτής που δίδασκε στα παιδιά την πάλη και τις άλλες γυμναστικές ασκήσεις, ο γυμναστής
2. δάσκαλος, παιδαγωγός, οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τρίβης (< τρίβω), πρβλ. φαρμακο-τρίβης].
Greek Monotonic
παιδοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ (τρίβω), αυτός που διδάσκει πάλη και άλλες γυμναστικές ασκήσεις, δάσκαλος γυμναστικής, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐν παιδοτρίβου, στο σχολείο του, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
παῐδο-τρίβης, ου, ὁ, τρίβω
one who teaches boys wrestling and other exercises, a gymnastic master, Ar., Plat., etc.; ἐν παιδοτρίβου at his school, Ar.
Wikipedia EL
Ο παιδοτρίβης (αρχ.) ήταν ειδικός εκπαιδευτής που καθοδηγούσε τα παιδιά και τους εφήβους στις διάφορες σωματικές ασκήσεις τους και επέβλεπε την ορθή διεξαγωγή τους. Ήταν περίπου ό,τι σήμερα ο καθηγητής της σωματικής αγωγής με την διαφορά ότι δεν διέθετε θεωρητικές γνώσεις ανατομίας, φυσιολογίας, υγιεινής κλπ. τουλάχιστον πριν από τον 5ο αι. π.Χ.
Υπήρχαν ιδιώτες παιδοτρίβες με δικές τους παλαίστρες και δημόσιοι που εργάζονταν στα κρατικά γυμναστήρια. Συνήθως οι παιδοτρίβες ασχολούνταν και δίδασκαν όλα τα αθλήματα και μπορούσαν να έχουν βοηθούς και υπηρετικό προσωπικό.
Από τον 5ο αι. π.Χ. ορισμένοι παιδοτρίβες, εκτός από την καθαυτό σωματική άσκηση, συνδίασαν και την θεωρητική έρευνα γύρω από την άσκηση του σώματος. Οι θεωρητικοί αυτοί παιδοτρίβες, ονομάστηκαν τότε γυμναστές και αποτέλεσαν ξεχωριστό κλάδο, ενώ οι καθαυτό παιδοτρίβες συνέχισαν να υπάρχουν παραμένοντας οδηγοί για τις σωματικές ασκήσεις.
Mantoulidis Etymological
(=δάσκαλος τῆς γυμναστικῆς, προπονητής). Ἀπό τό παῖς + τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παιδοτρίβης: παιδοτριβέω -ῶ, παιδοτριβία, παιδοτριβικός.