ζύγαστρον

From LSJ
Revision as of 11:10, 15 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζύγαστρον Medium diacritics: ζύγαστρον Low diacritics: ζύγαστρον Capitals: ΖΥΓΑΣΤΡΟΝ
Transliteration A: zýgastron Transliteration B: zygastron Transliteration C: zygastron Beta Code: zu/gastron

English (LSJ)

[ῠ], τό, A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1. 2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot. 3 in plural, fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.

Greek Monolingual

ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῖς δὲ ζύγαστρον καλεῖται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].

Greek Monotonic

ζύγαστρον: [ῠ], τό (ζεύγνυμι), κασέλα ή κιβώτιο (φτιαγμένο από σανίδες στενά συνενωμένες μεταξύ τους), σε Σοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζύγαστρον: τό деревянный ларец, ящик, (сколоченный из досок) сундук Soph., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζύγαστρον -ου, τό [ζύγον] kist.

Middle Liddell

ζῠ́γαστρον, ου, τό, ζεύγνυμι
a chest or box (of board strongly fastened together), Soph., Xen.

Frisk Etymology German

ζύγαστρον: {zúgastron}
Grammar: n.
Meaning: hölzerne Kiste, Kästchen (S., E., X., Delphi IV-IIIa) mit ζυγάστριον (Poll.).
Etymology: Zur Bildung vgl. δέπαστρον: δέπας, κάναστρον: κανοῦν u. a. nach Muster von στέγαστρον: στεγάζω: στέγη u. a. mit Überspringung des vermittelnden Verbs (Chantraine Formation 333f.), somit eher direkt von ζυγόν als von *ζυγάζω, wohl nach dem verbindenden oder verschließenden Querholz ("παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι" Phot.; vgl. Bechtel Dial. 2, 155). — Verfehlt Ehrlich KZ 40, 375.
Page 1,614