κοροπλάθος

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοροπλάθος Medium diacritics: κοροπλάθος Low diacritics: κοροπλάθος Capitals: ΚΟΡΟΠΛΑΘΟΣ
Transliteration A: koropláthos Transliteration B: koroplathos Transliteration C: koroplathos Beta Code: koropla/qos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, modeller of small figures, image-maker, Pl.Tht.147b, Isoc.15.2, Luc.Lex.22; name of a play by Antiphanes: —in Hellenistic Gr. κοροπλάστης, ου, ὁ, EM530.11, Moer. p.234 P.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fabricant de poupées ou de figurines en cire, en plâtre, en terre, etc.
Étymologie: κόρη, πλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

κοροπλάθος: -ον, ὁ πλάτων προπλάσματα ἀγαλματίων ἢ πλαγγόνων, εἰδωλοποιός, Πλάτ. Θεαίτ. 147Β, Λουκ. Λεξιφ. 22· ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀντιφάνους· ― παρ’ Ἑλληνισταῖς κορο-πλάστης, Ἐτυμολ. Μέγ. καὶ Μοῖρις ἐν λέξ.· ― πρβλ. ἰνοπλάθος.

Greek Monolingual

ο (Α κοροπλάθος)
ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῖς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογοπλάθος, πηλοπλάθος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοροπλάθος -ου, ὁ [κόρη, πλάσσω] maker van figuurtjes.

German (Pape)

Puppen aus Wachs od. Ton bildend, Isocr. 15.2 und Sp., wie Luc. Lexiph. 22.