σκιαμαχέω

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱμᾰχέω Medium diacritics: σκιαμαχέω Low diacritics: σκιαμαχέω Capitals: ΣΚΙΑΜΑΧΕΩ
Transliteration A: skiamachéō Transliteration B: skiamacheō Transliteration C: skiamacheo Beta Code: skiamaxe/w

English (LSJ)

A fight against a shadow, i.e. an imaginary opponent, and so, spar, Posidon.16 J., Plu.2.130e, Paus.6.10.3: πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶν sparring with the sky, 'baying at the moon', Cratin. 17 (lyr.). II metaph., Pl.Ap.18d; πρὸς ἀλλήλους Id.R.520c; πρὸς ἡμᾶς αὐτούς Id.Lg.830c; πρὸς τὸν οὐκέτι ἐν ζῶσιν ὄντα Πλάτωνα ἐσκιαμάχει Numen. ap. Eus.PE14.6:—Pass., ἔπη μάτην σκιαμαχούμενα thrown out at random in disputations, Luc.Pisc.35.—σκιομαχέω is a later form in codd. of Ph.1.356, Antyll. ap. Orib.6.29.3.

German (Pape)

[Seite 898] im Schatten, zu Hause oder in der Schule fechten, eine Art Uebung mit Händen u. Füßen, Posidon. bei Ath. V, 154 a; – mit einem Schatten fechten, Plat. πρὸς ἀλλήλους, Rep. VII, 520 c; vgl. Apol. 18 d, ἀνάγκη ἀτεχνῶς ὥσπερ σκιαμαχεῖν ἀπολογούμενόν τε καὶ ἐλέγχειν μηδενὸς ἀποκρινομένου; u. so Folgde; καθάπερ ἐπὶ τοῦ σκιαμαχοῦντος καὶ κενὰς ἐπιφέροντος τὰς χεῖρας, Plut. plac. phil. 4, 12; Luc. Hertmot. 33.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre une ombre, càd un ennemi chimérique ; Pass. être dépensé en pure perte comme dans un combat avec une ombre en parl. de paroles.
Étymologie: σκιά, μάχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιαμαχέω [σκιά, μάχομαι] ‘schaduwvechten’, een schijngevecht houden, ‘sparren’ overdr. tegen een schaduw vechten, een zinloze strijd voeren; pass.. ἔπη σκιαμαχούμενα woorden die in vruchteloze discussies worden gebruikt Luc. 28.35.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾱμᾰχέω: сражаться с тенью, бороться впустую, вести ненужный спор (πρός τινα Plat., Plut.): ἔπη σκιαμαχούμενα Luc. бросаемые на ветер слова.

Greek Monotonic

σκῐᾱμᾰχέω: μέλ. -ήσω (μάχομαι), μάχομαι σε χώρο με σκιά, δηλ. στη σχολή (για πρακτική εξάσκηση), πολεμώ με μια σκιά, δηλ. αγωνίζομαι μάταια, σκιαμαχώ, ματαιοπονώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱμᾰχέω: μάχομαι ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ἐν τῷ σχολείῳ (χάριν ἀσκήσεως), σκ. πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀσκῶ τοὺς βραχίονας δέρων τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 3, πρβλ. Ποσειδών, παρ’ Ἀθην. 154Α, καὶ αὐτόθι Schweigh. II. μάχομαι πρὸς σκιάν, Πλάτ. Ἀπολ. 18D· μάχομαι, ἀγωνίζομαι ματαίως, σκ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 520C· πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 830C· ― Παθ., ἔπη μάτην σκιαμαχούμενα, ῥιπτόμενα ἀλογίστως κατὰ τὴν συζήτησιν, Λουκ. Ἁλ. 35· ― σκιομαχέω εἶναι τύπος μεταγεν., Φίλων 2. 356, Ἄντυλλ., κλπ.

Middle Liddell

σκιᾱ-μᾰχέω, fut. -ήσω μάχομαι
to fight in the shade, i. e. in the school (for practice): to fight with a shadow, to fight in vain, Plat.