συνδαίτωρ

From LSJ
Revision as of 18:42, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδαίτωρ Medium diacritics: συνδαίτωρ Low diacritics: συνδαίτωρ Capitals: ΣΥΝΔΑΙΤΩΡ
Transliteration A: syndaítōr Transliteration B: syndaitōr Transliteration C: syndaitor Beta Code: sundai/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, companion at table, οὐδέ τις ξ. A.Eu. 351 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1006] ορος, ὁ, Mitesser, Tischgenosse, Aesch. Eum. 331.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδαίτωρ -ορος, ὁ [σύν, δαίς] tafelgenoot.

Russian (Dvoretsky)

συνδαίτωρ: ορος ὁ участник пиршества, сотрапезник Aesch.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)].

Greek Monotonic

συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, ομοτράπεζος, αυτός που συντροφεύει κάποιον στο δείπνο, που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, σύνδειπος, οὐδέ τις ἐστὶ συνδαίτωρ μετάκοινος Αἰσχύλ. Εὐμενίδ. 351.

Middle Liddell

συν-δαίτωρ, ορος, ὁ,
a companion at table, Aesch.