ἀμετακίνητος
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ον, not to be moved from place to place, immovable, Pl.Ep.343a, Arist. Ph.212a15; of persons, D.H.8.74. Adv. -τως, ἔχειν stand unmoved, Arist.EN1105a33, cf. Jul.Mis.348d, al.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inamovible, inmutable εἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito Pl.Ep.343a, (ἄξων σφαίρας) ἀμετακίνητος, περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero Def.78, cf. Stereom.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.AI 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.Ap.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ δόξα I.Ap.2.254, περίοδός τις καὶ ἀνακύκλησις ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.19.5, cf. tb. Sch.Od.17.57
•subst., de Dios, Dion.Ar.DN M.3.916B
•de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1Ep.Cor.15.58.
2 no trasladable, no movible de su lugar ἔστι δ' ὥσπερ τὸ ἀγγεῖον τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος ἀγγεῖον ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable Arist.Ph.212a15.
II quieto, no removido del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν Gp.7.7.1.
III adv. -ως de manera firme, constante, inamovible βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.EN 1105a33, cf. Alex.Aphr.in Metaph.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.Mis.348d.
German (Pape)
[Seite 122] unbeweglich, unveränderlich, Plat. Ep. VII, 343 a. – Adv., -τως ἔχειν Arist. Eth. 2. 4, 3, neben βεβαίως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable, immobile;
NT: inébranlable, inamovible, solide.
Étymologie: ἀ, μετακινέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετακίνητος: (ῑ) неподвижный, недвижимый Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετακίνητος: -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of μετακινέω; immovable: unmovable.
English (Thayer)
(μετακινέω), not to be moved from its place, unmoved; metaphorically, firmly persistent (A. V. unmovable): Plato, epistle 7, p. 843a.; Dionysius Halicarnassus 8,74; (Josephus, contra Apion 2,16, 9; 2,32, 3; 2,35, 4).)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετακίνητος, -ον)
αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός
νεοελλ.
νωθρός, δυσκίνητος
αρχ.
φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετακινῶ].
Greek Monotonic
ἀμετακίνητος: -ον, αυτός που δεν κινείται, αμετακίνητος, επίρρ. -τως, σε Αριστ.
Middle Liddell
immovable: adv. ἀμετακινήτως, Arist.
Chinese
原文音譯:¢metak⋯nhtoj 阿-姆他-企尼拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-同著-攪動的
字義溯源:不可移動的,固定的,不搖動的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μετακινέω)=移開)組成;而 (μετακινέω)又由(μετά)*=同)與(κινέω)=移動)組成,其中 (κῆτος)出自(εἰμί)X*=行走,去)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 不搖動(1) 林前15:58