νοημοσύνη

From LSJ
Revision as of 09:25, 13 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: ἀγχίνοια, αἴσθησις, γνώμη, γνωμοσύνη, διάνοια, ἔννοια, ἐπίνοια, μῆτις, νοῦς, πινυτή, πραπίς, [[...)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

Greek Monolingual

η
1. (λογ.-φιλοσ.) η ικανότητα τών έλλογων όντων να νοούν, να σκέπτονται, να αντιλαμβάνονται, πνευματική ικανότητα, ευφυΐα
2. (ψυχολ.) αφηρημένη διανοητική ικανότητα αντίληψης, μάθησης και προσαρμογής, η οποία όμως διαφέρει από τις αντιδράσεις που απορρέουν από κίνητρα ή ένστικτα
3. φρ. α) «εγγενής νοημοσύνη» — όρος που χρησιμοποιείται στη χειροπρακτική για να εκφράσει τη δύναμη, την ενέργεια η οποία ενυπάρχει στον ζώντα οργανισμό
β) «δείκτης νοημοσύνης» — αριθμητική έκφραση του νοητικού επιπέδου ενός ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοήμων + κατάλ. -σύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].

Translations

intelligence

Albanian: zbulimit; Arabic: ذَكَاء‎, عَقْل‎; Aragonese: intelichencia; Armenian: բանականություն, խելք; Assamese: বুদ্ধি, মন; Asturian: intelixencia; Azerbaijani: ağıl; Bashkir: аҡыл; Belarusian: інтэлект, розум; Bengali: বুদ্ধি; Bulgarian: ум, интелект, разсъ́дък, акъ́л, ум; Catalan: intel·ligència, seny, llestesa; Chinese Mandarin: 心智, 智力; Czech: inteligence, intelekt, rozum; Danish: intelligens; Dutch: intelligentie; Esperanto: inteligenteco; Estonian: arukus; Faroese: vit; Finnish: äly, älykkyys; French: intelligence; Galician: intelixencia; Georgian: ჭკუა, ინტელექტი, გონებრივი შესაძლებლობები; German: Intelligenz, Klugheit; Greek: νοημοσύνη; Ancient Greek: ἀγχίνοια, αἴσθησις, γνώμη, γνωμοσύνη, διάνοια, ἔννοια, ἐπίνοια, μῆτις, νοῦς, περίνοια, πινυτή, πραπίς, σοφία, σύνεσις, τὸ συνετόν, φρήν, φρόνησις; Hausa: fahami; Hebrew: אִינְטֶלִיגֶנְצְיָה‎, תּבוּנָה‎; Hindi: बुद्धि, अक़्ल; Hungarian: intelligencia; Icelandic: greind; Ido: inteligenteso; Irish: meabhair, éirimiúlacht; Italian: intelligenza; Japanese: 知性; Kashmiri: عَقٕل‎, بۄد‎, گاٹہٕ‎; Kazakh: ақыл; Korean: 지혜(智慧), 이해력(理解力), 지성(知性); Kurdish Northern Kurdish: fehm; Kyrgyz: акыл; Latin: ingenium, intelligentia; Latvian: saprāts, gudrība; Lithuanian: inteligencija; Macedonian: интелигенција, акал, ум; Malay: kecerdasan; Mongolian Cyrillic: оюун ухаан; Norwegian Bokmål: intelligens; Nynorsk: intelligens; Old Church Slavonic Cyrillic: разумъ, у̑м; Old East Slavic: *розумъ; Old English: orþanc; Persian: هوش‎, عقل‎; Polish: inteligencja, intelekt, rozum, um; Portuguese: inteligência; Romanian: inteligență, judecată; Russian: интеллект, интеллигентность, разум, рассудок, ум; Sanskrit: प्रज्ञा, मनस्, क्रतु; Serbo-Croatian Cyrillic: интелигѐнција, у̑м; Roman: inteligèncija, ȗm; Slovak: inteligencia, intelekt, um, rozum; Slovene: inteligenca; Spanish: inteligencia; Swedish: intelligens; Tagalog: katalinuhan, talino; Tajik: ҳӯш, ақл, зеҳн; Tatar: акыл; Telugu: మేధస్సు; Thai: ปรีชา, เมธา, สมอง; Turkish: zekâ, akıl, anlayış; Turkmen: akyl; Ukrainian: інтелект, розум; Urdu: عقل‎; Uyghur: ئەقىل‎; Uzbek: aql; Vietnamese: trí tuệ, trí thông minh, trí năng; Welsh: dealltwriaeth; Yiddish: שׂכל‎; Zazaki: aqil, fam