Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναθροισμός

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναθροισμός Medium diacritics: συναθροισμός Low diacritics: συναθροισμός Capitals: ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synathroismós Transliteration B: synathroismos Transliteration C: synathroismos Beta Code: sunaqroismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A collection, union, τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Placit.1.24.2; ὑγρῶν Cass.Pr.80; opp. μερισμός, Dam.Pr.412; assembly, πάντων τῶν ζῴων Aesop.242.
II a rhetor. figure, by which dissimilar things were associated, Alex.Fig.p.17 S., Quint. Inst.8.4.27.

German (Pape)

[Seite 997] ὁ, = συνάθροισις, S. Emp. pyrrh. 3, 47 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rassemblement, union.
Étymologie: συναθροίζω.

Russian (Dvoretsky)

συναθροισμός:собирание, сочетание, соединение (τῶν λεπτομερῶν σωμάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συναθροισμός: ὁ, συλλογή, ἕνωσις, Βαβρ. 28, Πλούτ. 2. 884D. ΙΙ. ὡς ῥητορικὸν σχῆμα, «συναθροισμὸς δέ ἐστι συναγωγὴ τῶν πεπραγμένων ἢ πραχθῆναι δυναμένων εἰς ἓν κεφάλαιον» Ἀλεξ. π. Σχημάτων ἐν Ρήτορ. (Walz) τ. 8, σ. 439, Κυντιλ 8. 4, 27.

Greek Monolingual

ὁ, Α συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.)
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν.

Greek Monotonic

συναθροισμός: ὁ, σύναξη, συλλογή, συνένωση, μάζεμα, συνέλευση, σε Βάβρ.

Middle Liddell

συναθροισμός, οῦ, ὁ,
a collection, union, Babr.