ἀειδής
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἀειδές, (εἶδος)
A formless, Arist.Cael.306b17; indistinct, ὀσμαί Theophrastus De Odoribus 1; f.l. for ἀιδής. Pl. Phd.79a.
2 unsightly, χροιά a bad complexion, Hp.Nat.Mul. 41.
Spanish (DGE)
-ές
I 1oscuro subst. τὸ ἀ.: ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς εἰς τὸ ἀειδές Parm.B 13, νύξ Eus.PE 2.5.2
•oscuro, sin gloria, insignificante, A.Mart.5.17.
2 que no debe verse, feo χροιά Hp.Nat.Mul.41, cf. Ael.NA 17.31, Plu.2.317e.
3 que no puede ser visto, inmaterial, invisible σῶμα Meth.Res.3.18.5, φύσις de Dios, Gr.Nyss.Eun.1.231
•subst. τὸ ἀειδές = imposibilidad de ver, oscuridad como naturaleza infernal, Meth.Res.2.28.5.
II 1sin forma τὸ ὑποκείμενον Arist.Cael.306b17, ἡ ὕλη Plu.2.875d.
2 indistinto ὀσμαί Thphr.Od.1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui n'a pas de forme, immatériel.
Étymologie: ἀ, εἶδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
German (Pape)
ές,
1 unsichtbar, bei Plat. oft dem ὁρατός entgegengesetzt, Phaed. 79a ff.; καὶ ἄπυστος Ax. 565e; so Plut. und Philo oft.
2 ungestaltet, Philet. com. Ath. XIII.587e; νεανίσκος οὐκ ἀ. DS. 2.4.
• Adv. ἀειδῶς.
Russian (Dvoretsky)
ἀειδής:
1 не имеющий (телесной) формы, безобразный (ἀ. καὶ ἄμορφος Arst., Plut.);
2 невзрачный, некрасивый (νεανίσκος Diod.): οὐ ἀ. τὴν ὄψιν Plut. миловидный.
невидимый, незримый (ψυχή Plat.; ἀ. καὶ ἀόρατος Plut.).
Middle Liddell
εἶδος
without form, incorporeal, Plat.
Greek Monotonic
ἀειδής: -ές (εἶδος), αόρατος, ο άνευ σωματικής μορφής, ασώματος, άυλος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειδής: -ές, (* ϝείδω) ἀόρατος, ἄνευ σωματικῆς μορφῆς, ἀσώματος, ἄϋλος, ἀντιθ. τῷ σωματοειδής, συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = ἄγνωστος, ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. (εἶδος) = ἄνευ μορφῆς, ἄμορφος, Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) δυσειδής, δύσμορφος, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀμφίβολος, γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.