διδυμάων
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, poet. for δίδυμος, used by Hom. only in dual nom. and pl. dat., twins, Il.5.548: later of things, μαζοί Nonn. D.3.390; simply, two, δούρατα ib.23.33: sg., double, κεραίη ib.15.30; βουλή ib.4.179.
Spanish (DGE)
(δῐδῠμάων) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
1 de pers. en du. o plu. gemelos ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην Il.5.548, cf. 6.26, del sueño y la muerte Il.16.672, 682, cf. Hes.Sc.49, Fr.17a.14.
2 de cosas, en plu. dos μαζοί Nonn.D.3.390, δούρατα Nonn.D.23.33
•en sg. doble κεραίη Nonn.D.15.30, βουλή Nonn.D.4.179, μορφή Nonn.D.21.219, δειρή de una serpiente bicéfala, Nonn.D.5.152, θεσμός Nonn.Par.Eu.Io.10.14, 18.
German (Pape)
[Seite 616] ονος, Zwillingsbruder; Homer viermal: Iliad. 6, 26 ἡ δ' ὑποκυσαμένη διδυμάονε γείνατο παῖδε, die νύμφη νηὶς Ἀβαρβαρέη vom Bukolion; 5, 548 ἐκ δὲ Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην; 16, 672. 682 ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν. Vgl. δίδυμος.
French (Bailly abrégé)
ονος;
adj. m.
deux frères jumeaux.
Étymologie: δίδυμος.
Russian (Dvoretsky)
δῐδῠμάων: ονος (ᾱ) ὁ (только dual. и pl.) близнец (из двойни) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ δίδυμος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῆ δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτιατ. καὶ τῇ πληθ. δοτ., δίδυμοι ἀδελφοί, δίδυμοι, Ἰλ. Ε. 548, Ζ. 26, Π. 682. 2) = δύο, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. σ. 60 Scheindl.).
English (Autenrieth)
ονος: only dual and pl., twin-brothers, twins; with παῖδε, Il. 16.672.
Greek Monolingual
διδυμάων (-ονος), ο, η (Α)
1. δίδυμος
2. στον πληθ. διδυμάονες- δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) -αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική του δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος χρησιμοποιεί τη λ. ως επίθετο αντί του δίδυμος.
Greek Monotonic
δῐδῠμάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ (δίδυμος), μονάχα στην ονομ. δυϊκ. και δοτ. πληθ., δίδυμα αδέρφια, δίδυμοι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
δῐδῠμά¯ων, ονος, n δίδυμος only in dual nom. and pl. dat.]
twin-brothers, twins, Il.