κάνης

From LSJ
Revision as of 09:37, 19 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνης Medium diacritics: κάνης Low diacritics: κάνης Capitals: ΚΑΝΗΣ
Transliteration A: kánēs Transliteration B: kanēs Transliteration C: kanis Beta Code: ka/nhs

English (LSJ)

[ᾰ], ητος, ὁ,
A a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.Sol.21: generally, mat, D.H.2.23 (pl.): prov., ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει = the mat covers the bed (= rich in appearance, poor at home), of those who make a show abroad with poverty at home, Crates Com.12, cf. Phot.s.v.
II = λίκνον, Poll.6.86.

German (Pape)

[Seite 1320] ητος, ὁ, Decke, Matte aus Rohr od. Schilf, auch Korb; Sol. bei Plut. Sol. 21; ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ Crates Poll. 10, 90, wo des Unnöthigen mehr da ist als des Nothwendigen.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
couvercle ou natte de jonc.
Étymologie: cf. κάννα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάνης -ητος, ὁ [~ κάννα] rieten mat.

Russian (Dvoretsky)

κάνης: ητος (ᾰ) ὁ тростниковая плетенка, циновка Solon ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κάνης: -ητος, ὁ ψιάθιον ἐκ καλάμων, ὅπερ αἱ Ἀθηναῖαι γυναῖκες ἐλάμβανον μεθ’ ἑαυτῶν ἐξερχόμεναι ἔξω, Νόμ. Σόλωνος παρὰ Πλουτ. Σόλ. 21· ἔνθα ὅμως ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «κάνητα, παρὰ τὸ κάνης, κάνητος, οὗ τὸ ὑποκοριστικὸν κανήτιον· Δωρικῶς ἡ παρ’ ἡμῖν συνήθεια προφέρει κανάτιον, οὐ τὸν κάλαθον σημαίνουσα, ὡς ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ἐστὶν ἐκδέξασθαι, ἀλλ’ ὑδατηρὸν ἀγγεῖον»· παροιμ., ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει, «ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἀναγκαῖα μείζω καὶ πλείω τῶν ἀναγκαίων κεκτημένων» Φώτιος 524, 17, ἔκδ. Πόρσ., Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 5.-Κατὰ Σουίδ. «κάνηςψίαθος. καὶ κλίνεται κάνητος».

Greek Monolingual

κάνης, -ητος, ὁ (Α)
1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι
2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ» — για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τους λείπουν τα αναγκαία
3. λίκνο, κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι», πιθ. κατά το τάπης.

Greek Monotonic

κάνης: -ητος, ὁ (κάννα), καλαμένιο χαλάκι, ψάθα, τάπητας, στρωσίδι όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα παρά Πλουτ.

Middle Liddell

κάνης, ητος, κάννα
a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap. Plut.

Translations

winnowing fan

Armenian: քամհար; Chinese Mandarin: 風車, 风车; Finnish: löyhytin; Gothic: 𐍅𐌹𐌽𐌸𐌹𐍃𐌺𐌰𐌿𐍂𐍉; Ancient Greek: ἀθηρηλοιγός, ἀθηρόβρωτον ὄργανον, βραστήρ, ἐκτίνακτρον, κάνης, λικμάς, λικμητήριον, λίκνον, λῖκνον, λικμός, πτέον, πτυάριον, πτυΐδιον, πτύον, χερσαία πλάτη; Japanese: 箕; Kikuyu: gĩtarũrũ; Latin: vannus, ventilabrum; Polish: wiejadło; Russian: веялка; Swahili: ungo, uteo; Swedish: vindsikt; Welsh: gwyntyll