εἶεν

From LSJ
Revision as of 13:00, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "attic" to "Attic")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

German (Pape)

[Seite 725] = εἴησαν, optat. praes. zu εἰμί, es mag sein, wird adverbial gebraucht u. bezeichnet den Übergang von etwas vorläufig nicht weiter zu Erörterndem auf etwas Neues, Plat. oft, vollständig εἶεν, ἦν δ' ἐγώ, τοῦτο μὲν ἡμῖν οὕτω κείσθω Rep. I, 350 d, so daß das Neue in einen Gegensatz tritt, mit ἀλλά, δέ u. ä. Oft folgt eine Frage, wie Plat. Prot. 312 e; Aesch. Ch. 719; imperat., Soph. El. 534, wo eben so das Folgende als etwas Neues besonders hervorgehoben werden soll, s. ἄγε; – εἶεν ἀκούω, ja doch, ich höre! Aesch. Ch. 655 u. Ar. Pax 663, wo die letzte Sylbe lang Ist.

French (Bailly abrégé)

1interj.
eh bien ! marque l'impatience.
Étymologie: pê apparenté à εἶα, mais non opt. de εἰμί.
23ᵉ pl. opt. prés. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

εἶεν: interj. пусть так!, допустим!, ну ладно! Trag., Arph., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

εἶεν: μόριον ἔχον συγγένειαν πρὸς τὸ εἶα, ὡς τὸ ἔπειτεν πρὸς τὸ ἔπειτα, ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐν Ἀττ. διαλόγῳ ἐπὶ μεταβάσεως ἀπὸ ζητήματός τινος εἰς τὸ ἑπόμενον· καλά! πολύ καλά! Λατ. Fac ita essse! Τραγ.· εἶεν· τί δῆτα...; Σοφ. Ἠλ. 534· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι Εὐρ. Μήδ. 386· αἱ φράσεις ἀλλ’ εἶεν, εἶεν γε, εἶεν δὴ εἰσὶ σπανιώτεραι. 2) πρὸς δήλωσιν ἀνυπομονησίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 176. τὸ εἶεν εὕρηται ὡς σπονδεῖος -- ἐν τῇ φράσει εἶεν, ἀκούω Αὐσχύλ. Χο. 627, Ἀριστοφ. Εἰρ. 663· κεῖται δὲ ὡς ἐκτὸς τοῦ στίχου ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

εἶεν (Α)
μόριο που χρησιμοποιείται α) στη μετάβαση από ένα ζήτημα σε άλλο
πάει καλά, ας είναι, καλά λοιπόνεἶεν πάρειμ' ἐντεῦθεν ἐς...», Αριστοφ.)
β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο στοιχείο στη συζήτηση
έχει καλώςεἶεν, ἐρεῖ δέ... Αντιφ.).

Greek Monotonic

εἶεν: μόριο, χρήση μόνο σε Αττ. διάλογο, καλά! πολύ καλά! Λατ. esto! ας είναι, εἶεν· τί δῆτα; σε Σοφ.· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι, σε Ευρ.

Middle Liddell

[Particle, only used in Attic dialogue,]
well! Lat. esto! be it so! εἶεν: τί δῆτα; Soph.; εἶεν: καὶ δὴ τεθνᾶσι Eur.

English (Woodhouse)

well then

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)