νοσηρός
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ά, όν, diseased, ὀστέον νοσηρότερον (v.l. νοσηλότερον) Hp.Art.50; unhealthy, χωρία X.Cyr.1.6.16; unwholesome, ὕδωρ Plu.2.974c, cf. Hp.Oct.12. Adv. Comp. νοσηρότερον v.l. for νοσηλότερον (q.v.).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui rend malade, malsain, insalubre.
Étymologie: νόσος.
German (Pape)
krank machend, bes. von Gegenden, ungesund; Xen. Cyr. 1.6.16; Plut.
Russian (Dvoretsky)
νοσηρός: вредный для здоровья, нездоровый (τὰ χωρία Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
νοσηρός: -ά, -όν, ὡς τὸ νοσερός, νοσώδης, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νοσηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος
νεοελλ.
μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, αρρωστημένος (α. «νοσηρή κατάσταση» β. «νοσηρή φαντασία»)
επίρρ...
νοσηρώς και -ά (Α νοσηρῶς)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, οδυνηρός)].
Greek Monotonic
νοσηρός: -ά, -όν, όπως το νοσερός, αρρωστημένος, βλαβερός για την υγεία, λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.