κουριάω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
of hair,
A need clipping πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν Luc.Gall.10.
II of persons, ἐν χρῷ κ. need close clipping, Pherecr.30, Plu.Alc.23; ἄνθρωπος ἀεὶ -ιῶν Luc.Lex.10.
2 wear rough, untrimmed hair, Ael.NA7.48; κ. τὸ γένειον Alciphr.3.55, cf. Hp.Ep.17, Artem.1.19 (interpol.).
French (Bailly abrégé)
κουριῶ :
propr. avoir besoin d'être tondu en parl. des cheveux ou de la barbe, être trop long : πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν LUC barbe longue à l'excès.
Étymologie: κουρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουριάω [κουρά] woest of onverzorgd haar hebben.
German (Pape)
desiderat., nach der Schur verlangen, die Schur nötig haben, bes. lange, ungeordnete Haare haben, bei Hesych. von κομᾶν, dem langen, sorgfältig gepflegten Haare, unterschieden; κουριῶσαι τρίχες, der Schur bedürftige, lange und vernachlässigte Haare, Luc. Gall. 10; Artemid. 1.20; vgl. Ael. H.A. 7.48; τὸ γένειον Alc. 3.55.
Russian (Dvoretsky)
κουριάω:
1 (тж. εἰς ὑπερβολὴν κ. Luc.) нуждаться в стрижке, т. е. быть длинным (κουριῶσαι τρίχες, πώγων κουριῶν Luc.);
2 быть остриженным: ἐν χρῷ κουριῶν Plut. остриженный наголо.
Greek (Liddell-Scott)
κουριάω: μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς κόμης, ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς μέγεθος, Λουκ. Λεξιφ. 10· πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς μέχρι δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· κ. τὸ γένειον Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
Greek Monotonic
κουριάω: μέλ. -άσω (κουρά), λέγεται για τα μαλλιά, έχω ανάγκη από κούρεμα, σε Λουκ.