Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιψεύδομαι

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιψεύδομαι Medium diacritics: ἐπιψεύδομαι Low diacritics: επιψεύδομαι Capitals: ΕΠΙΨΕΥΔΟΜΑΙ
Transliteration A: epipseúdomai Transliteration B: epipseudomai Transliteration C: epipseydomai Beta Code: e)piyeu/domai

English (LSJ)

A lie still more, X.Hier.2.16.
II attribute falsely, τι θεοῖσιν A.R.3.381, cf.Ph.2.319, Plu.Mar.16, Luc.Tox.42.
III falsify a number, Plu.Flam.9; ὄνομα call by a wrong name, Ph.2.398; feign, συμφοράν J.AJ18.6.8.
IV deceive, τινα Herod.6.46.

German (Pape)

[Seite 1006] dazu, dabei lügen, Xen. Hier. 2, 16; τί, Plut. Flamin. 9 u. a. Sp.; τινί τι, Einem Etwas andichten, Luc. Tox. 42; Ap. Rh. 3, 381.

French (Bailly abrégé)

1 mentir encore plus;
2 falsifier un nombre;
3 attribuer faussement : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ψεύδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιψεύδομαι:
1 привирать, приукрашивать ложью, преувеличивать Xen. (πολλά Plut.);
2 ложно приписывать (τί τινι Luc.);
3 искажать, фальсифицировать (τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιψεύδομαι: Ἀποθ., ψεύδομαι ἐπί τινι, Ξεν. Ἰέρων 2, 16, Λουκ. π. Εἰκ. 20. ΙΙ. ἀποδίδω ψεῦδος εἴς τινα, τί τινι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 42. ΙΙΙ. παραμορφώνω, τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος Πλουτ. Φλαμιν. 9.

Greek Monolingual

ἐπιψεύδομαι (Α)
1. λέω κι άλλα ψέματα
(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῖν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.)
2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.)
3. πλάθω, επινοώ κάτι
4. εξαπατώ κάποιον
5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί τινι» αποδίδω κάτι ψεύτικα σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἐπιψεύδομαι:I. αποθ., εξακολουθώ να ψεύδομαι, ψεύδομαι επιπλέον ή ασύστολα, σε Ξεν.
II. αποδίδω κάτι ανακριβές σε, τί τινι, σε Λουκ.
III. παραποιώ, νοθεύω έναν αριθμό, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Dep.
I. to lie still more, Xen.
II. to attribute falsehood to, τί τινι Luc.
III. to falsify a number, Plut.