Οἰδίπους
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (οἰδέω, πούς) Oedipus, i.e. the swollen-footed. cf. E. Ph.27: gen. Οἰδίποδος Apollod.3.6.3 (but in Trag. always Οἰδίπου, as if from Οἰδίπος, which occurs in AP7.429 (Alc.)): acc. Οἰδίπουν Trag., later Οἰδίποδα Plu.2.193d, Paus.9.2.4, etc.: voc. Οἰδίπου S.OT 405, OC557, cf. Choerob. in Theod.1.210 H., and Οἰδίπους S.OC740, al., Choerob. l.c.:—collat. form Οἰδιπόδης, ὁ, gen. Οἰδιπόδαο Il.23.679, Od.11.271, Hes. Op.163; Dor. contr. Οἰδιπόδα Pi.P.4.263, and in lyr. passages of Trag., A.Th.725, S.OT496, Ant.380; Ion. Οἰδιπόδεω Hdt.4.149: acc. Οἰδιπόδαν in lyr., A.Th.752, S.OC222: dat. Οἰδιπόδῃ Thebaïs 2: voc. Οἰδιπόδα S.OT1195 (lyr.):—Adj. Οἰδιπόδειος, α, ον, or ος, ον, of Oedipus, Plu.Sull.19, Paus.9.18.5 (ubi vulg. -ποδία): Οἰδιπόδεια (vulg. -ια), τά, the tale of Oedipus, Id.9.5.11; or Οἰδιπόδεια, ἡ, Arist.Fr.628, IG14.1292ii 11, Sch.E.Ph.1760.
French (Bailly abrégé)
Οἰδίποδος (ὁ) ; voc. Οἰδίπους ou Οἰδίπου, dat. Οἰδίποδι, acc. Οἰδίπουν ou Οἰδίποδα;
Œdipe, fils de Laïos et de Jocaste.
Étymologie: οἰδέω, πούς.
Russian (Dvoretsky)
Οἰδίπους: ποδος, эп. που, πόδᾱ, πόδᾱο, ион. πόδεω ὁ (acc. Οἰδίποδα и Οἰδίπουν, voc. Οἰδίπους и Οἰδίπου) Эдип (сын фиванского царя Лаия и Иокасты - у Hom. Эпикасты, - невольно убивший отца и женившийся на своей матери; отец Этеокла, Полиника, Антигоны и Исмены) Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Οἰδίπους: [ῐ]. ὁ, (οἰδέω, ποὺς) ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἐξῳδηκότας, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 718, Εὐρ. Φοίν. 25. - γεν. Οἰδίποδος, (ἀλλὰ παρὰ τραγ. ἀείποτε Οἰδίπου, ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. Οἴδιπος, ἥτις ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 429), αἰτ. Οἰδίπουν, Τραγ., μεταγ. Οἰδίποδα Παυσ. 9. 2, 4, Πλούτ., κτλ· κλητ. Οἰδίπους (Οἰδίπου ὡσαύτως μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ καὶ ὑπάρχει ἔν τισι τῶν τραγ. χωρίων ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, οἷον Σοφ. Ο. Τ. 405, Ο. Κ. 557, ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἀπαιτεῖ αὐτὴν τὸ μέτρον)· - ἰσοδύναμός τις τύπος Οἰδῐπόδης, ου, ὁ, εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ γεν. Οἰδιπόδαο· Δωρ. Οἰδιπόδα Πίνδ. καὶ ἐν λυρ. χωρίοις τῶν τραγ. Αἰσχύλ. Θήβ. 725, Σοφ. Ο. Τ. 495, Ἀντ. 380· Ἰων. Οἰδιπόδεω Ἡρόδ.· αἰτ. Οἰδιπόδαν ἐν δακτυλικοῖς, Αἰσχύλ. Θήβ. 752, Σοφ. Ο. Κ. 222· κλητ. Οἰδιπόδα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1195 Λυρ.· - ἐπίθ. Οἰδιπόδειος, α, ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Οἰδίπουν, Πλουτ. Σύλλ. 19, Παυσ. 9. 18, 5 (ἔνθα κοινῶς -πόδιος)· Οἰδιπόδεια (κοινῶς ῑα), τὰ, ὁ μῦθος τοῦ Οἰδίποδος, ὁ αὐτ. 9, 5, 11· ἢ Οἰδιπόδεια, ἡ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 585, Συλλ. Ἑπιγρ. 6129Β. 11, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1760.
Greek Monolingual
και Οιδίποδας, ο (Α Οἰδίπους και, παρλλ. τ., Οἰδιπόδης)
γιος του βασιλιά τών Θηβών Λαΐου και της Ιοκάστης, περιώνυμος γιατί παντρεύτηκε τη μητέρα του αφού σκότωσε τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύμφωνα με την παράδοση, που αναφέρει ότι ο Οιδίπους, μωρό ακόμα αφού τρυπήθηκε στα πόδια και φασκιώθηκε, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ακατοίκητη περιοχή για να πεθάνει, το ανθρωπωνύμιο Οιδίπους πρέπει να ανάγεται σε α' συνθετικό οιδι- < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» (κατά τον τ. του κυδι-άνειρα, πρβλ. αρχ. άνω γερμ. eittar «πύον») και β' συνθετικό τη λ. πούς «πόδι» (βλ. και λ. οιδώ)].
Greek Monotonic
Οἰδίπους: [ῐ], ὁ (οἰδέω, πούς), ο Οιδίποδας, δηλ. αυτός που έχει πρησμένα πόδια (βλ. Σοφ. Ο.Τ. 718, Ευρ. Φοίν. 25)· γεν. Οἰδίποδος, αλλά στους Τραγ., Οἰδίπου (όπως αν προερχόταν από το Οἴδιπος), αιτ. Οἰδίπουν, κλητ. Οἰδίπους.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: king of Thebes, son of Laios, who unknowing married his mother Iocaste after he had killed his father.
Other forms: (-πος AP), -που, -πουν (Hdt., trag.), -ποδος (Apollod.), -ποδα (Plu.); besides after the patronymics as metr. variants of *Οἰδιπόδας, -ης: gen. -πόδαο, -πόδα, acc. -πόδαν (ep. poet.), -πόδεω (Hdt.) etc.; see Schwyzer 582, Fraenkel Nom. ag. 2, 163 f., Sommer Nominalkomp. 38, Egli Heteroklisie 14 a. 17.
Derivatives: Οἰδιπόδεια f. the saga of Oidipus (Arist.; after ἡ Όδύσσεια), also τὰ Οἰ-εια id. (Paus.) from Οἰδιπόδειος adj. (Plu., Paus.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "with swollen foot", with regular change i: ro in Οἰδι- and IE *oid-ro- in Germ., e.g. OHG eittar, s. οἰδέω. Improbable on the meaning of the first element Schröder Gymnasium 63, 72 ff. (to OIcl. eista testicle); quite hypothetic Kretschmer Glotta 12, 59 f. (chthonic interpretation).
Middle Liddell
Οἰ˘δί-πους, οἰδέω, πούς
Oedipus, i. e. the swollen footed (v. Soph. O. T. 718, Eur. Phoen. 25):—gen. Οἰδίποδος, but in Trag. Οἰδίπου (as if from Οἴδιποσ), acc. Οἰδίπουν: voc. Οἰδίπους.
Frisk Etymology German
Οἰδίπους: {Oidípous}
Forms: (-πος AP), -που, -πουν (Hdt., Trag.), -ποδος (Apollod.), -ποδα (Plu. u.a.); daneben nach den Patronymika als metr. Wechselformen von *Οἰδιπόδας, -ης: Gen. -πόδαο, -πόδα, Akk. -πόδαν (ep. poet.), -πόδεω (Hdt.) usw.; näheres bei Schwyzer 582, Fraenkel Nom. ag. 2, 163 f., Sommer Nominalkomp. 38, Egli Heteroklisie 14 u. 17.
Derivative: Davon Οἰδιπόδεια f. ‘Oidipus-Sage’ (Arist. u.a.; nach ἡ Ὀδύσσεια), auch τὰ Οἰεια ds (Paus.) von Οἰδιπόδειος Adj. (Plu., Paus.).
Etymology: Eig. "mit geschwollenem Fuß", Schwellfuß mit regelmäßigem Wechsel i: ro in Οἰδι- und idg. *oid-ro- in germ., z.B. ahd. eittar, s. οἰδέω. Unwahrscheinlich über die Bed. des Vorderglieds Schröder Gymnasium 63, 72 ff. (zu aisl. eista Hode); ganz hypothetisch Kretschmer Glotta 12, 59 f. (chthonische Beziehung).
Page 2,358-359