ἱππαρχέω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
to be ἵππαρχος, command cavalry, c. gen., τῆς ἵππου Hdt.9.20, 69; ἱππαρχηκὼς ἀνδρῶν καλῶν κἀγαθῶν Din.3.12; ἱππέων D.21.164: abs., X.Ages.2.4, Lys.26.20, D.21.172; οἱ ἱππαρχηκότες Hyp.Lyc. 17; of the Roman magister equitum and praefectus equitum, D.C.43.48, App.BC5.8:—Pass., serve under an ἵππαρχος, Arist.Pol.1277b10.
German (Pape)
[Seite 1257] ein Reiterbefehlshaber sein, Her. 9, 20. 60; ἱππαρχηκώς Din. 3, 12; τῶν ἱππέων Dem. 21, 164. Das pass., unter den Hipparchen stehen, hat Arist. pol. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ἱππαρχῶ :
être commandant de cavalerie.
Étymologie: ἵππαρχος.
Russian (Dvoretsky)
ἱππαρχέω: (тж. ἱ. τῆς ἵππου Her. и ἱ. τῶν ἱππέων Dem.) командовать конницей, быть гиппархом Xen., Lys., Plut.; pass. служить под командованием гиппарха: δεῖ ἱππαρχεῖν ἱππαρχηθέντα μαθεῖν Arst. воин-всадник должен обучаться, командуя (сам) конницей.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαρχέω: εἶμαι ἵππαρχος, διευθύνω τὸ ἱππικόν, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 9. 20, 69, Δείναρχ. 109. 37· τῶν ἱππέων Δημ. 570. 12· ἀπολ., Ξεν. Ἀγησ. 2. 4, Λυσ. 177. 14· ἱππάρχηκα Δημ. 570. 12· οἱ ἱππαρχηκότες Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 14. - Παθ., ὑπηρετῶ ὑπὸ ἵππαρχον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14.
Greek Monotonic
ἱππαρχέω: μέλ. -ήσω (ἵππαρχος), διοικώ, διευθύνω το ιππικό· με γεν., σε Ηρόδ., Δημ.
Middle Liddell
ἱππαρχέω, fut. -ήσω ἵππαρχος
to command the cavalry, c. gen., Hdt., Dem. [from ἵππαρχος